“Megalopolis” (η ταινία – όνειρο ζωής) του Φράνσις Φορντ Κόπολα: Η υπόκλιση στην πανωλεθρία
08/12/2024 - 01:58
Eκείνο που δυσκολεύομαι περισσότερο απ’ όλα να χωνέψω σε σχέση με το “Megalopolis” (την ταινία – όνειρο ζωής του Φράνσις Φορντ Κόπολα, την ταινία που σχεδίαζε στο μυαλό του για δεκαετίες, την ταινία που όταν τα στούντιο δεν του έδιναν το πράσινο φως για χρηματοδότηση περίμενε να μαζέψει λεφτά απ’ τους αμπελώνες του, την ταινία την οποία τελικά παρήγαγε μόνος του, ξοδεύοντας 120 εκατομμύρια δικά του δολάρια, προκειμένου να καταφέρει να την γυρίσει σε ηλικία 85 ετών), είναι το πώς γίνεται ένα έργο τόσο εντελώς προσωπικό να μοιάζει και τόσο εντελώς ψεύτικο.
Ακριβώς όμως επειδή δυσκολεύομαι να το χωνέψω, το βρίσκω και πάρα πολύ γοητευτικό ως ερώτημα: μα πώς γίνεται; Βρίσκω δηλαδή πάρα πολύ γοητευτική την τόσο σκανδαλώδη αναντιστοιχία μεταξύ ενός οράματος που στοιχειώνει την ύπαρξή σου (τη δική σου ύπαρξη – όχι ενός ψώνιου με ψευδαισθήσεις μεγαλείου, αλλά ενός εκ των μεγαλύτερων Αμερικανών σκηνοθετών της Ιστορίας) και τoυ αποτελέσματος που προκύπτει απ’ την πραγματοποίησή του, το οποίο κάνει τον θεατή να αναρωτιέται: αυτό ήταν δηλαδή που σε στοίχειωνε; Κι ακόμα χειρότερα: αφού στοίχειωνε εσένα, δεν μπορούσες έστω να το μεταδώσεις στους ήρωες της ιστορίας σου και κατεξοχήν στον πρωταγωνιστή της, που, ενώ είναι καταφανώς ένα alter ego σου, αντί να δονείται και να φλέγεται, περιφέρει το σαρκίο του σαν τουρίστας που κάνει οραματικό τουρισμό; Ποια ταινία έπαιζε στο μυαλό και την καρδιά σου τόσες δεκαετίες; Το “Megalopolis” που τελικά γύρισες και μας παρουσίασες;
Τι από τα δύο συνέβη; Έσπασε κάτι κατά τη μεταφορά ή ήταν εξαρχής σπασμένο; Αυτοί οι χαρακτήρες που βλέπουμε μπροστά μας να αλληλεπιδρούν (σε μια άλλοτε χαώδη άλλοτε κωμικοτραγικά μπανάλ ιστορία και μέσα σε ντεκόρ που, όσο εντυπωσιακά κι αν είναι, δεν δημιουργούν έναν δικό τους κόσμο στον οποίο μπορούμε να φανταστούμε ότι αληθινοί άνθρωποι ζουν αληθινές ζωές) ήταν εξαρχής σκιές σκιών και προσχηματικά περιτυλίγματα τσιτάτων και συμπεριφορών, ή είχαν σάρκα και οστά και πάλλονταν από ζωή τις δεκαετίες που τους κουβαλούσες, χάθηκαν όμως στη μετάφρασή τους;
Να ρίξουμε την ευθύνη στην ηλικία; Σε ένα συνδυασμό ηλικίας και αποχής (η προηγούμενη ταινία του χρονολογείται το 2011); Να υποθέσουμε ψιλοβάσιμα ότι το σημερινό “Μegalopolis” δεν είναι το ίδιο με εκείνο που θα γυριζόταν το 2001 ή το 1989; Για το 1989 ίσως να μπορούμε να το υποθέσουμε, για το 2001 δεν ξέρω. Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα μας έδωσε μια σειρά από αξεπέραστες δημιουργίες, μας έδωσε έργα που θα μείνουν στις κορυφές του κινηματογράφου, και για όσο χρόνο ο κινηματογράφος θα εξακολουθεί να μιλά στους ανθρώπους, θα κλονίζουν και θα σαγηνεύουν τους ανθρώπους. Και μετά κάτι συνέβη. Μετά σαν να σταμάτησε, σαν να του τελείωσε. Απότομα και κατακόρυφα.
Το μυστήριο του “Megalopolis”, το τι του συνέβη εδώ, είναι τμήμα ενός ευρύτερου μυστηρίου. Η δημιουργική φθορά του Γούντι Άλεν όσο τα χρόνια περνούσαν και η ηλικία μεγάλωνε, ήρθε σιγά σιγά, σταδιακά και δεν υπήρξε ποτέ τόσο εντυπωσιακή. Η αντίστροφη πορεία του Κλιντ Ίστγουντ, που ξεκίνησε αργά και άνθισε αργά, είναι και πάλι, με όρους μυστηρίου της ανθρώπινης δημιουργικότητας, περισσότερο εξηγήσιμη. Η, ανεξάρτητα από το πώς αποτιμά κανείς συγκεκριμένες πρόσφατες ταινίες του, διατήρηση του Μάρτιν Σκορσέζε στο υψηλότερο επίπεδο, η αντοχή του στον χρόνο, η μη μείωση της ορμής του είναι πάρα πολύ εμπνευστική, αλλά είναι και στον αντίποδα του μυστηρίου: ένας κορυφαίος δημιουργός παραμένει κορυφαίος δημιουργός κι ό,τι ήταν αυτό που τον ξεχώριζε παραμένει εκεί, παρόν, εξακολουθώντας να τον ξεχωρίζει. Αλλά είναι σαν να υπάρχει ο Κόπολα o μέχρι τον «Δράκουλα» και ο Κόπολα ο μετά, με αποκορύφωμα και σχεδόν ξεχωριστό κεφάλαιο το “Megalopolis”, ενόψει του γεγονότος ότι ήταν η ταινία που ήθελε και προσπαθούσε μια ζωή να γυρίσει και τελικά γύρισε ρίχνοντας πάνω της την περιουσία του.
Από την άλλη, ίσως οι κινηματογραφικοί δημιουργοί είναι πιο τυχεροί σε αυτό, ίσως τελικά (και χωρίς να θέλω να μειώσω καθόλου τις διαρκείς μυλόπετρες των στούντιο και των απαιτήσεών τους, τις οποίες έχουν να αντιμετωπίσουν) ορίζουν οι ίδιοι σε σημαντικό βαθμό τη μοίρα τους. Οι ηθοποιοί, ακόμα και οι μεγάλοι σταρ μιας άλλης εποχής, ίσως δεν έχουν καν αυτήν την ευκαιρία, ίσως είναι περισσότερο έρμαια ενός συστήματος που τους κάνει στην άκρη όταν μεγαλώνουν. Βλέπω τον Ντάστιν Χόφμαν σε έναν δεύτερο ρόλο στο “Μegalopolis” και πιάνεται η καρδιά μου, τόσο από το πόσο ό,τι να ‘ναι είναι ο χαρακτήρας που υποδύεται στον λιγοστό χρόνο που του δίνεται, όσο κυρίως από το πόσο έχει χαθεί απ’ το σινεμά. Έπαψαν γερνώντας ο Χόφμαν, ο Πατσίνο, ο Ρίτσαρντ Ντρέιφους να είναι κορυφαίοι ηθοποιοί; Μάλλον όχι. Μάλλον κάτι άλλο συνέβη.
Ο χρόνος λοιπόν. Η σχέση με τον χρόνο. Να μπορούσε κανείς να τον σταματήσει. Α, ναι, μπορεί ο πρωταγωνιστής του “Megalopolis”. Θα έλεγε κανείς ότι εδώ έχουμε ένα εύρημα που θα παίξει σημαντικό ρόλο στην ταινία, ότι δεν γίνεται να μην αξιοποιηθεί κατά κόρον. Μπα. Η ιστορία θα εξελιχθεί σαν να μην έχει γίνει και τρομερό, σαν να μην έχει καμία άλλη σημασία. Ακόμα κι έτσι πάντως, είναι το εύρημα που προσφέρει τις δύο μοναδικές (κατά τη γνώμη μου εννοείται, όπως αυτονόητα υποκειμενικά είναι και όλα τα υπόλοιπα αφοριστικά που γράφω) στιγμές συγκίνησης, μια στο μέσο της πάνω σε κάτι εναέριες δοκούς και μια στο φινάλε της.
O Άνταμ Ντράιβερ είναι ο ιδιοφυής αρχιτέκτονας Καίσαρ Kατιλίνας που ομνύει στην ουτοπία. Χρησιμοποιώντας ένα φοβερό και τρομερό υλικό που έχει ανακαλύψει, μπορεί να χτίσει φοβερές και τρομερές γειτονιές, κάνοντας πολεοδομικά και οικιστικά θαυματάκια κι ανοίγοντας τον δρόμο για ένα νέο τρόπο ζωής σε νέου τύπου πόλεις. Απέναντί του έχει το τρέχον πολιτικό κατεστημένο, τον δήμαρχο που δεν τον αφορούν αυτά τα μεγαλεπήβολα, θέλει να πάει πραγματιστικά και στα σίγουρα, να χτιστεί ένα καζίνο, να έρθουν έσοδα στην πόλη. Επίσης όλα αυτά κάπως συνδέονται ( ; ) με τον κίνδυνο της απώλειας της Δημοκρατίας στις ΗΠΑ, όπως χάθηκε κάποτε στη Ρώμη, αλλά ας μην μπούμε καν σε αυτό, αλήθεια δεν έχει κανένα νόημα. Ας μείνουμε στο ότι ο ουτοπιστής οραματιστής και δημιουργός νέων κόσμων είναι ο Κόπολα, ή έστω ο ανθρωπότυπος του, και, απέναντί του, το διεφθαρμένο σύστημα που διοικεί την πραγματικότητα με όρους κοντόφθαλμης αποτελεσματικότητας είναι τα στούντιο, ή οι ανάλογες κοινωνικοοικονομικές δομές που φοβούνται τον οραματισμό και πριμοδοτούν την πεπατημένη.
Το “Megalopolis” όμως μας παρουσιάζει μια ουτοπία, την οποία ούτε με λέξεις περιγράφει αρκετά καθαρά ούτε με εικόνες αποδίδει αρκετά καθαρά. Από την αρχή ως το τέλος παραμένει μάλλον θολή. Δεν πολυκαταλάβαμε τι το τόσο διαφορετικό έχει η πόλη που θέλει να χτίσει ο οραματιστής. Είναι σαν ο Κόπολα να οραματίστηκε ένα όραμα που παρέμεινε ένα περίγραμμα, σαν να οραματίστηκε ένα όραμα που του αρκούσε να αυτοαποκληθεί όραμα και ουτοπία. Κι η ειρωνεία είναι ότι με το αποτέλεσμα που παραδίδει ως ταινία, είναι σαν να δικαιώνονται τα στούντιο που δεν τον χρηματοδοτούσαν.
Κι όμως. Υπάρχει και η άλλη πλευρά.
Ίσως ένα έργο – θρίαμβος, ένα έργο που θα δικαίωνε σε επίπεδο αποτελέσματος όλη την επένδυση του Κόπολα σε όνειρα, χρόνια και χρήματα, ένα έργο που η προσωπική του ουτοπία θα θριάμβευε, θα ήταν πιο ταιριαστό για escapism και ηθικά διδάγματα. Η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη, η πραγματικότητα έχει τους λόγους της που είναι πραγματική και οι ουτοπίες έχουν τους λόγους τους που είναι ουτοπίες. Ίσως ένα θριαμβευτικό “Μegalopolis”, με μια επιτυχημένη δραματοποίηση και απεικόνιση της ουτοπίας, δεν θα ανταποκρινόταν όντως στον όρο ουτοπία, καταλήγοντας να τον πλαστογραφεί, με μηνύματα τύπου: «Είδες τελικά; Αν αφοσιωθείς μια ζωή και τα δώσεις όλα, στο τέλος μπορείς να τον χτίσεις τον καλύτερο κόσμο, την καλύτερη πόλη που έγινε ποτέ, την καλύτερη ταινία που έγινε ποτέ». Δεν ισχυρίζομαι ότι κάτι τέτοιο θα ήταν αντικειμενικά αδύνατο. Λέω όμως ότι αποτυγχάνοντας παταγωδώς ο Κόπολα, μας κάνει ίσως να αγαπήσουμε ακόμα περισσότερο τις ουτοπίες, επειδή η αξία τους έγκειται στο ιδανικό που μας προσφέρουν, ανεξάρτητα από το πόσες φορές και πόσο επώδυνα θα φάμε τα μούτρα μας.
Με την τόσο εντυπωσιακή αστοχία του, το “Megalopolis” προσθέτει μια ακόμα πινελιά στο μυστήριο της ανθρώπινης δημιουργικότητας ειδικότερα και στο μυστήριο που λέγεται άνθρωπος γενικότερα, το μυστήριο που μας κρατά τελικά ψυχικά ζωντανούς, το μυστήριο που αποτελεί και τον βασικό λόγο ύπαρξης όλων των τεχνών. Δεν θα μας καταλάβουμε ποτέ, θα συνεχίσουμε να μας εκπλήσσουμε, άλλοτε με τους θριάμβους μας, άλλοτε με τις πανωλεθρίες μας, άλλοτε με τη συνέπειά μας, άλλοτε με τις αντιφάσεις και την αναντιστοιχία μας. Το “Megalopolis” τελικά δείχνει ότι ακόμα και αν το χάνεις ως δημιουργός, μπορεί να μην το χάνεις ως οραματιστής και ως άνθρωπος που βάζει τα πάντα του εκεί που είναι το όραμά του. Μόνο σεβασμός και δέος για αυτό το τόσο εντυπωσιακά αποτυχημένο έργο, για όλα όσα αντιπροσωπεύει η παταγώδης αποτυχία του. Και μόνο έτσι αξίζει κανείς να ζει και να κάνει σινεμά: με τον τρόπο του Φράνσις Φορντ Κόπολα.
Πηγή: elculture
Σχετικά άρθρα
- «Υπόθεση Γκολντμάν» του Σεντρίκ Καν: Τι στ’ αλήθεια δικάζουμε εδώ; (1.000)
- «Μαζί Ξανά» του Στεφάν Μπριζέ: Γιορτάσαμε στο ίδιο τραπέζι (1.000)
- «Υπνοθεραπεία» του Ερνστ Ντε Γκιρ: Πάνω απ’ το χαλί (1.000)
- «Το Ατίθασο Ρομπότ» του Κρις Σάντερς: Ο ενδιάμεσος κόσμος (1.000)
Δημοσίευση από AutoPolis, Βρίσκεται στις κατηγορίες Πολιτισμός και Ψυχαγωγία