Η μαγεία του καφενείου



21/04/2025 - 23:16

Του Χρήστου Χωμενίδη 

Μεγάλη Παρασκευή πρωί κάθισα στην πλατεία του πηλιορείτικου χωριού. Σούρουπο Δευτέρας του Πάσχα, σχεδόν τριάμισι εικοσιτετράωρα αργότερα, δεν έχω ακόμα σηκωθεί. Εντάξει, εξαιρώ τις ώρες του ύπνου, τις επισκέψεις στα πέριξ για θαλασσομεζέδες, την ιεροτελεστία του οβελία – ηλεκτροκίνητη πλέον η σούβλα, καταργεί εν πολλοίς την τέχνη του ψήστη, τον προφυλάσσει όμως κι από τενοντίτιδα. Αν πεις για τα θρησκευτικά καθήκοντα των ημερών, τα εκτελείς -πλημμελώς έστω- κι από το καφενείο. Η πομπή του Επιταφίου περνάει στα δέκα μέτρα από το τραπέζι σου – σήκω, προσκύνα. Το «Χριστός Ανέστη» αναγγέλλεται στο κατώφλι του Άη Γιώργη, φάτσα μπροστά σου. Μπορεί ο εγερθείς Ιησούς, εν ετέρα έστω μορφή, να τινάξει από πάνω του τον θάνατο και να πιεί ένα τσίπουρο με μεζέ. Να γίνει μέλος της παρέας. Της συντροφιάς που, όπως σε όποιο καφενείο σέβεται τον εαυτό του, περιλαμβάνει κάθε καρυδιάς καρύδι. Πέτρους, Μαγδαληνές, Θωμάδες, ακόμα και Ιούδες υπό την προϋπόθεση της ειλικρινούς μεταμέλειας.

Κατά την παιδική μου ηλικία, το καφενείο ήταν σχεδόν λέξη ταμπού. «Εγώ δεν σκοτώνω την ώρα μου με ταβλαδόρους, πρεφαδόρους, μυγοχάφτες» καμάρωνε ο μπαμπάς μου και μού τους έδειχνε -περιφρονητικά σχεδόν- να βαράνε τα πούλια, να φτύνουν τη χούφτα τους προτού ρίξουν τα ζάρια. Παρέλειπε βεβαίως να μου πει ότι από την εφηβεία του κιόλας ξημερωνόταν τα καλοκαίρια στη Φωκίωνος Νέγρη κουβεντιάζοντας επί παντός του επιστητού. Για παραστάσεις και ταινίες με πάθος, για τα πολιτικά με υπονοούμενα, μετεμφυλιακοί γαρ οι καιροί. Εάν άντεχε η τσέπη σου, προβιβαζόσουν από το καφενείο στο ζαχαροπλαστείο. Μπορούσες εκεί να απολαύσεις καμιά πάστα -ποντικάκι, σεράνο-, ένα βερμούτ ή ένα «ταμτάμ», ημεδαπό υποκατάστατο της κόκα-κόλας.  

Το καφενείο εγώ το ανακάλυψα μόνος μου, ως πρωτοετής φοιτητής. Είχε προηγηθεί μια μακρά, από το γυμνάσιο κιόλας, θητεία στα «μπιμπλίκια» -οι μεγάλοι τα έλεγαν σφαιριστήρια-, όπου ταϊζαμε με τάληρα κι έπειτα με δεκάρικα τα φλίπερ και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Τη «μις Πάκμαν», το «Τέτρις». Οι κοπέλες όμως τα σνόμπαραν τα μπιμπλίκια. Για χάρη τους πρωτοκάτσαμε στις καφετέριες πέριξ της Νομικής. 

Στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’80, υπήρχαν «πράσινα» και «γαλάζια» καφενεία, πασοκτζήδες και νεοδημοκράτες αρνούνταν να συγχρωτιστούν. Τα φοιτητικά στέκια είχαν πολύ μεγαλύτερη ποικιλία. Αλλού σύχναζαν οι Δαπίτες αλλού οι Πανσπουδαστικάριοι (που οι εχθροί τους τούς αποκαλούσαν και ΚΝΑΤ), αλλού τα μέλη της ΠΑΣΠ και των Αριστερών Συσπειρώσεων. Εγώ και οι κολλητοί μου φίλοι καμιά διάθεση δεν είχαμε να ενταχθούμε σε κομματική νεολαία. Τις βρίσκαμε όλες απωθητικές, την καθεμιά με τον δικό της τρόπο. Είχαμε εξάλλου γίνει κοινωνοί, μέσα από διαβάσματα, της μυθολογίας των αθηναϊκών καφενείων στα ‘60ς, στη «Χαμένη Άνοιξη». Το Βυζάντιο, στην πλατεία Κολωνακίου, είχε δώσει τον τίτλο σε μια ποιητική συλλογή του Κώστα Ταχτσή. Το Μπραζίλιαν σε άλλη μία. Εκεί ονειροπολούσαν -λέει- ο Γκάτσος και ο Χατζιδάκις. Εκεί συνάντησε ο Ελύτης τον Θεοδωράκη και του έδωσε το «Άξιον Εστί» για να το μελοποιήσει. Εκεί έφτιαχνε ο ζωγράφος Αλέξης Ακριθάκης τα περίφημα τσίκι-τσίκι του, ακούγοντας τον προφορικό «φιλόσοφο» Γιώργο Μακρή να ακροβατεί επί παντός του επιστητού. Εκεί σχεδίαζαν οι καθ’ημάς μπίτνικς τα τεύχη του περιοδικού «Πάλι».

Ανακαλύψαμε τη συνέχεια -ή το υποκατάστατο- των θρυλικών εκείνων τόπων στο ζαχαροπλαστείο «Ντόλτσε». Γωνία Σκουφά και Λυκαβηττού. Μπορεί η παλιά φρουρά της τέχνης και της διανόησης να είχε εκλείψει ή αποσυρθεί, βρήκαμε ωστόσο  εκεί, εν πλήρη ακμή, τους επιγόνους τους. Τον Γιάννη Βαρβέρη και τον Χρήστο Βακαλόπουλο. Τον άνθρωπο-υπερθέαμα Κωνσταντίνο Τζούμα, ο οποίος μεταμόρφωνε κάθε γωνία της πόλης σε σκηνή θεάτρου. Τους φίλους του ηθοποιούς Γιώργο Κοτανίδη και Άλκη Παναγιωτίδη. Τον Βασίλη Αλεξάκη που πηγαινοερχόταν μεταξύ Παρισιού και Αθήνας και σου έκανε, άμα σε συμπαθούσε, την τιμή να σε καλέσει στο ημιυπόγειό του, στην οδό Αναγνωστοπούλου, για μια παρτίδα πινγκ-πονγκ. Εκεί γνώρισα τους δύο μέντορές μου. Τον Βασίλη Βασιλικό, πηγή αστείρευτη καταπληκτικών ιστοριών. Και τον Τάσσο Φαληρέα, ιδιοκτήτη του δισκάδικου «Ποπ 11″, τον μεγαλύτερο εμψυχωτή νέων ταλέντων που αξιώθηκε η μεταδικτατορική Ελλάδα. Στον Φαληρέα οφείλουν -και το αναγνωρίζουν- ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Νίκος Πορτοκάλογλου, ο Χρήστος Κυριαζής, ο Φοίβος Δεληβοριάς… Βεβαίως και εγώ. «Ακολούθα την κλίση σου και θα χτυπήσεις φλέβα!» μού είχε πει ένα απόγευμα του 1986, ανάβοντας το ένα τσιγάρο Dunhil με το προηγούμενο. «Σιγά τη συμβουλή!» ίσως να σκεφθείτε. Κι όμως, για έναν εικοσάχρονο που κολυμπάει σε ένα πέλαγος από αμφιβολίες, λειτούργησε ως ένεση αυτοπεποίθησης.

Και τα κορίτσια; Όλα για τα κορίτσια γίνονταν! Για τις φοιτήτριες και τις χορεύτριες, που η σχολή τους λειτουργούσε εκεί παραδίπλα. Για τις εκκολαπτόμενες ηθοποιούς που κράτησαν τις κορδέλες των στεφανιών στην κηδεία του Κάρολου Κουν και συνόδεψαν, κάποια χρόνια αργότερα, την πρωθιέρειά τους Μελίνα Μερκούρη. Τα κορίτσια μάς κινητοποιούσαν. Μάς υπαγόρευαν μυστικά ό,τι κάναμε κι ό,τι φτιάχναμε. «Αρκούνταν δηλαδή να είναι μούσες;» θα αγανακτήσει σήμερα μια εκπρόσωπος της Gen-Z. Εμείς -ομολογώ την αμαρτία μας- έτσι τις βλέπαμε. Έτσι είχαμε διαπλαστεί να τις βλέπουμε. Όποιες διεκδικούσαν όχι απλώς να εμπνέουν μα και να δημιουργούν μάς εξέπλητταν. Ευχάριστα. Προετοιμαζόταν ήδη από τότε ο 21ος αιώνας ως εποχή των γυναικών.

Το καφενείο έχει κανόνες. Οφείλεις, πρώτον, να είσαι σεβαστικός. Να σιωπάς, να ακούς όταν μιλούν οι μεγαλύτεροι – έτσι και αυθαδιάζεις, θα σε πάρουν στο ψιλό. Να παραγγέλνεις κάθε τόσο και κάτι ακόμα, αλίμονο αν κατσικώνεσαι επί ώρες με μια γκαζόζα ξεροσφύρι. Να αφήνεις, εκ του υστερήματος έστω, αξιοπρεπές πουρμπουάρ. Οι σερβιτόροι δεν ιδρώνουν κουβαλώντας δίσκους για την ψυχή της μάνας τους. Ούτε για τον γλίσχρο μισθό. Στο καφενείο κερδίζεις τη θέση σου αποδεικνύοντας καθημερινά την αξία σου. Πρόκειται για σχολείο που οι δάσκαλοί του δεν χαρίζονται σε κανέναν.

Αποφοίτησα από τα καφενεία στα μέσα της δεκαετίας του 2000. ΄Επαψε αίφνης να με γοητεύει η ατμόσφαιρά τους. Το έβρισκα πια χάσιμο χρόνου να αράζω καθημερινά συζητώντας περί ανέμων και υδάτων, είχα άλλες ανάγκες κι άλλες υποχρεώσεις. Κι άλλες τότε πληγές, που δεν ανακουφίζονταν με έπεα πτερόεντα…

Λίγο αργότερα πλασαρίστηκαν σαν μεταμοντέρνα καφενεία τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου ο καθείς πληκτρολογεί την παρόλα του, εκτονώνει τον φανατισμό ή τον ναρκισσισμό του. Μπούρδες. Άμα δεν νιώθεις το χνώτο του πλαϊνού σου, αν δεν σε αγγίζει το επιδοκιμαστικό ή το ειρωνικό του βλέμμα, η επικοινωνία είναι ελλιπής. Συχνά και θλιβερή.

Αυτές τις μέρες, στο Πήλιο, ανακαλύπτω ξανά τη μαγεία του καφενείου. Κάνω, ας πούμε, ένα μεταπτυχιακό, αναστάσιμο, σεμινάριο.-

Adblock test (Why?)

Πηγή: capital


Σχετικά άρθρα

  • Unique Post

Δημοσίευση από , Βρίσκεται στις κατηγορίες Διάφορες ειδήσεις

Σχολιάστε το άρθρο

*


Τελευταία άρθρα

Γκαλερί

Σχεδιασμός από MOD creative studio