«Μαζί Ξανά» του Στεφάν Μπριζέ: Γιορτάσαμε στο ίδιο τραπέζι
19/09/2024 - 21:58
Σταρ του γαλλικού κινηματογράφου που πενηνταρίζει. Παντρεμένος με παρουσιάστρια κεντρικού δελτίου ειδήσεων της γαλλικής τηλεόρασης, έχουν μαζί κι ένα αγοράκι. Σταρ μπορεί να είναι, αλλά θέατρο ως τώρα δεν είχε κάνει ποτέ. Το είχε προφανώς καημό και είναι πια έτοιμος να κάνει. Μια ακριβή θεατρική παραγωγή έχει χτιστεί επάνω του, οι παραστάσεις είναι ένα όχημα για να ικανοποιήσει τη ματαιοδοξία του, ή το απωθημένο του, ή τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες, και ταυτόχρονα αναμένεται μάλλον να σκίσουν κι εμπορικά. Πολυσέλιδες συνεντεύξεις σε περιοδικά, με φωτογράφιση μαζί με τη γυναίκα του, ατάκες περί γενναιότητας και τόλμης για το βήμα που κάνει. Μέχρι που φοβάται ότι θα τα κάνει μαντάρα, τα παρατάει όλα, αφήνει όλους τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους με την παράσταση στα κρύα του λουτρού και έρχεται για λίγες ημέρες σε πολυτελές απομονωμένο ξενοδοχειακό συγκρότημα μικρής παραλιακής πόλης για σπα και «θαλασσοθεραπεία». Να ηρεμήσει φεύγοντας μακριά απ’ όλα όσα τον τρόμαξαν, να ανασυγκροτηθεί, να διαβάσει δυο κινηματογραφικά σενάρια που του ‘χουν προτείνει, να πει το ναι, να κάνει άλλες δυο ταινίες, να ξεχρεώσει και τις αποζημιώσεις που πρέπει να καταβάλει λόγω της εγκατάλειψης της παράστασης.
Όχι, δεν έχω διηγηθεί τη μισή ταινία, στο ξεκίνημα του «Μαζί Ξανά» τον βρίσκουμε στην άφιξή του στο ξενοδοχείο. Κι όλα αυτά δεν τα βλέπουμε καν σε κάποια φλας μπακ, είναι πληροφορίες που συλλέγουμε γρήγορα και βάσει των οποίων προσανατολιζόμαστε στις συντεταγμένες του ήρωά μας: αυτή είναι η φάση του, σε αυτό το σημείο της ζωής του βρίσκεται.
Αλλά ΟΚ, μπορεί να πει κανείς ότι όσο προφανώς βαριά, κομβική και επώδυνη κι αν του ήταν η απόφαση να σηκωθεί να φύγει, δεν έπαυε να απορρέει από το προνόμιό του, δεν έπαυε να είχε την πολυτέλεια να την πάρει. Όσο κι αν του στοιχίσει οικονομικά θα το καλύψει, όσο κι αν του στοιχίσει σε φήμη θα το εξισορροπήσει κι όσο κι αν του στοιχίσει ψυχικά, όπως πήρε την απόφαση να κάνει θέατρο, όπως πήρε την απόφαση να λακίσει, έτσι μπορεί μελλοντικά, σε πέντε, δέκα ή δεκαπέντε χρόνια, να πάρει την απόφαση να ξανακάνει. Να εξιλεωθεί, να λυτρωθεί, να το αφήσει πίσω του κι αυτό το φάντασμα της δειλίας του. Δηλαδή με έναν τρόπο ισχύουν και τα δύο ταυτόχρονα: από τη μια όντως του συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό και περνά μια μεγάλη κρίση, από την άλλη, ναι, δεν τρέχει και τίποτα, είναι τόσο πετυχημένος που θα το ξεπεράσει.
Ούτε προκύπτει από κάπου ότι η κρίση του είναι συνολικότερη και αφορά και τα προσωπικά του. Μολονότι αρχικά η γυναίκα του μοιάζει ότι δεν βρίσκει χρόνο να του μιλήσει, όταν την παίρνει ακούμε να χτυπάνε διαρκώς τα άλλα της τηλέφωνα και να είναι διαρκώς σε συνεννοήσεις ή και διενέξεις για το δελτίο που ετοιμάζει. Δεν προσποιείται την σούπερ απασχολημένη, είναι σούπερ απασχολημένη. Αυτή είναι η δουλειά της, αυτή είναι η ζωή της. Κι όταν τελικά καταφέρουν να μιλήσουν κανονικά, λέγοντάς του «Πήρες τις αποφάσεις που πήρες, ό,τι έγινε ανήκει στο παρελθόν, τώρα προχωράς μπροστά», δεν προσπαθεί να τον ξεπετάξει. Αλλά εκτός από πολυάσχολη είναι και πραγματίστρια. Έχει μάθει καθημερινά να λύνει προβλήματα και μάλλον με τον τρόπο της του δείχνει τον δρόμο για να λύσει και το δικό του.
Ίσως πιο αξιοσημείωτο από τη σχέση του με τη γυναίκα του, είναι ότι στη διάρκεια μιας εβδομάδας δεν θα τον δούμε να επικοινωνεί με το παιδί του. Κι επειδή αυτονόητα δεν πρόκειται για σεναριακή αβλεψία ή τρύπα, αλλά για σεναριακή επιλογή, είναι μια επιλογή που ακόμα και μέσα στην εσκεμμένη υπερβολή της (γιατί δεν γίνεται να μην είχε την παραμικρή επικοινωνία), μας δείχνει κι εδώ (όπως στην εγκατάλειψη της παράστασης) έναν άνθρωπο με συγκεκριμένες ιδιότητες, έναν άνθρωπο που χωρίς κατά τα άλλα να είναι καθόλου αντιπαθής, περιστρέφεται πάντως γύρω από το εγώ του.
[embedded content]
Τα νέα στην επαρχία κυκλοφορούν άμεσα. Η πρώην του ζει στην περιοχή που βρίσκεται το ξενοδοχείο. Μαθαίνει ότι είναι εκεί και του αφήνει μήνυμα στη ρεσεψιόν. Επικοινωνεί μαζί της. Θα βρεθούν να κάνουν κατς απ. Είχαν σχέση πριν δεκαπέντε χρόνια. Έκτοτε οι ζωές τους προχώρησαν. Εκείνος έγινε σταρ και έκανε κι έναν πετυχημένο γάμο. Εκείνη έκανε επίσης έναν πετυχημένο γάμο, αλλά σε άλλο επίπεδο. Έφυγε απ’ το Παρίσι, ήρθε να ζήσει μαζί με τον άντρα της εδώ. Σε αυτό το μικρό μέρος, που μπορεί να είναι κοντά στη φύση και στη θάλασσα, αλλά, εκτός από μικρό, είναι και μουντό, όλο βροχή και σύννεφα. Ο άντρας της είναι γιατρός, θα μπορούσε να πει κανείς ότι κάνει κάτι πιο σημαντικό στη ζωή του από ό,τι ο πρώην της. Αλλά δεν είναι αυτά τα μέτρα και τα σταθμά της εποχής μας. Σε προηγούμενους αιώνες, το περιωπής ταίρι θα ήταν γιατρός και ο ηθοποιός σχεδόν αποσυνάγωγος. Σήμερα το βασικό κριτήριο επιτυχίας είναι η φήμη και τα χρήματα. Αν ήταν μεγαλογιατρός ίσως θα ήταν αλλιώς. Ένας γιατρός επαρχιακής πόλης είναι μόνο. Κι αυτή παρέμεινε δασκάλα πιάνου, όπως τότε που την ήξερε, δεν είχε ανοδική πορεία σαν εκείνον.
Συχνά, στις σχέσεις που τελειώνουν, το παρελθόν δεν είναι κοινό για τα πρώην ζευγάρια. Είναι σαν να χωρίζουν όχι μόνο για το μέλλον αλλά και ως προς το παρελθόν. Καταγράφουν με διαφορετικό τρόπο το τι ήταν αυτό που έζησαν και είχαν. Ίσως αντίστοιχα με τη βαρύτητα που είχε η σχέση τους για τον καθένα όσο διαρκούσε, ίσως κι όχι πάντα, ίσως απλώς καμιά φορά άλλοι αφήνουν πιο εύκολα το παρελθόν πίσω. Και φυσικά είναι σχεδόν πάντα καταλυτικό το ποιος αποφασίζει τον χωρισμό. Όχι ποιος ανακοινώνει το τέλος μιας σχέσης που φυλλορροεί, αλλά το ποιος χωρίζει έναν άνθρωπο που δεν θέλει να χωρίσει.
Έτσι εκείνη είναι πικραμένη πολύ. Την πίκρανε ότι την άφησε, την πίκρανε ότι μετά δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου να μάθει που βρίσκεται και τι κάνει. Και σε αντίθεση με πάμπολλους άλλους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, που έχουν βρεθεί σε παρόμοια κατάσταση, η ψυχική της διάθεση απέναντι στη σχέση τους και σε εκείνον δεν τροφοδοτείται μόνο από τις αναμνήσεις της, αλλά είναι αντιμέτωπη με μια έξτρα διαρκή υπενθύμιση της παρουσίας του, αφού είναι σελέμπριτι και σταρ. Ένας κινηματογραφικός σταρ παντρεμένος με μια τηλεοπτική σταρ. Και αν το να τον βλέπει στο σινεμά ή σε συνεντεύξεις μπορεί να είναι γλυκόπικρο, είναι σκέτα πικρό, διπλασιάζοντας την προϋφιστάμενη από τον χωρισμό πίκρα της, το γεγονός ότι η γυναίκα που πήρε τη θέση της (ή μάλλον η γυναίκα που πήρε μια θέση την οποία εκείνη ποτέ δεν πήρε, αφού έγινε σύζυγός του και μάνα του παιδιού του), είναι μια τόσο επιτυχημένη επαγγελματίας, μια προσωπικότητα την οποία επίσης μπορεί να βλέπει κάθε μέρα στο σαλόνι του σπιτιού της.
Οπότε τα αρνητικά συναισθήματα είναι κι απέναντί του για τον τρόπο που της φέρθηκε, αλλά κατεξοχήν και εναντίον του εαυτού της. Στο τι μου έλειπε εμένα, η απάντηση είναι συγκριτικά προφανής. Μου έλειπαν όλα εκείνα που θα με πήγαιναν μπροστά. Έχει γράψει ένα «τραγουδάκι», του λέει. Τον βάζει να το ακούσει απ’ το τηλέφωνό της. Της λέει ότι του αρέσει πάρα πολύ – και δείχνει να το εννοεί. Ό,τι είναι δικό μου βρίσκεται κλεισμένο μέσα σε αυτό το τηλέφωνο. Κι αν το το τραγούδι της είναι όντως καλό, η ουσία του είναι ότι παραμένει εκεί μέσα. Και η δική της ουσία ότι δεν είναι άνθρωπος που έχει τη δυνατότητα, τη δύναμη, τον τρόπο να βγάλει τα μέσα της προς τα έξω.
Αλλά κι αν εκείνος, παρά την κρίση που βιώνει, δεν δικαιούται να μη νιώθει τελικά τυχερός, το ίδιο ισχύει και για εκείνη. Κι εκείνη τυχερή είναι. Με μια καλή ζωή. Με έναν όχι κακό σύντροφο. Με σπίτι μόλις ανακαινισμένο. Με μια κόρη στην εφηβεία. Με μια δουλειά που μπορεί να μην της εξασφαλίζει δημοσιότητα και πλούτη, αλλά δεν παύει να είναι κάτι κοντά στον εαυτό της.
Το «Μαζί Ξανά» πασάρεται (εύλογα, δεν θα πω παράλογα, δεν θα πω καν παραπειστικά) ως μια ερωτική ιστορία δύο ανθρώπων που ήταν κάποτε μαζί και τώρα, στη μέση ηλικία, ξανασυναντιούνται, αλλά στην καρδιά του δεν είναι ένα ας πούμε «Περασμένες Ζωές» για λίγο μεγαλύτερες ηλικίες. Το κέντρο βάρους του δεν είναι η ερωτική ιστορία, το να τη ξαναζήσει κανείς, να την επισκεφτεί ξανά και να δει τι κάνει από εκεί και πέρα. Το κέντρο βάρους του είναι μάλλον μια αναζήτηση της ουσίας και της αλήθειας σε πράγματα που δεν χωράνε στο στενό κοστούμι μιας ρομαντικής ταινίας.
Ίσως το νόημα να είναι ότι συνδέεσαι με έναν άνθρωπο που δεν θα περίμενες να συνδεθείς τόσο στενά. Ότι γίνεσαι φίλη με μια γυναίκα που βρίσκεται στην τρίτη ηλικία και που έζησε μια ζωή μακριά από την αληθινή της φύση και τον σεξουαλικό της προσανατολισμό. Μια γυναίκα που ωστόσο δεν κοιτάει το γάμο της ως χαμένη ζωή. Κι όχι μόνο λόγω των παιδιών της. Ο άντρας της ήταν ευγενικός μαζί της. Και καλός. Κι εκείνη σχετικά καλά έζησε. Αλλά τώρα, στην τρίτη ηλικία, είναι ελεύθερη να ζήσει όπως θέλει. Με μια άλλη γερασμένη γυναίκα δίπλα της. Ως σύζυγοι και σύντροφοι.
Ίσως το νόημα να είναι ότι μπορεί να τη γνώρισες στο πλαίσιο της δουλειάς σου, αλλά δεν ήταν μέρος της δουλειάς σου αυτή η σύνδεση. Ότι υπάρχουν πράγματα στη ζωή, πέραν των όσων έχουμε μάθει ότι μας δίνουν ευτυχία (όπως ένας μεγάλος έρωτας) και καταξίωση (όπως μια επαγγελματική επιτυχία), τα οποία όμως μας γεμίζουν πλήρωση. Ότι το βίντεο που έχεις τραβήξει τη φίλη σου να μας μιλά για τη ζωή της δεν χρειάζεται να γίνει ντοκιμαντέρ. Είναι αυτό που είναι. Ας μείνει στο κινητό σου. Ίσως κάπως έτσι και το τραγούδι σου. Ας μην σε ακούμε να το τραγουδάς. Ας μην ακούμε καν πώς είναι. Το ζήτημα είναι η σύνδεση με την απροσδόκητη φίλη σου. Το ζήτημα είναι ότι την αλήθεια της τη συνάντησες και την κατέγραψες. Το ζήτημα είναι η γιορτή της. Που θα γίνει η γιορτή σας. Που μπορεί και να γίνει η πιο ευτυχισμένη ανάμνηση μιας ερωτικής σχέσης. Το ζήτημα είναι άνθρωποι που κελαηδούν. Αλλά τη φορά που θα τους δεις να το κάνουν, στη γιορτή ή στην ταινία. Αν οι ίδιοι κάνουν καριέρα μετά κελαηδώντας, παύει να είναι το αληθινό ζήτημα.
Το ζήτημα είναι τελικά η τρυφερότητα. Ο Στεφάν Μπριζέ μας είχε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια σε άλλου είδους σινεμά μαχητικά και καίρια πολιτικό, εδώ μας αιφνιδιάζει μιλώντας μας σιγά σιγά για κάτι πάρα πολύ περισσότερο από μια ακόμη ρομαντική ιστορία, εδώ μας εθίζει σιγά σιγά σε μια αφήγηση, που με την καταλυτική βοήθεια της μουσικής της, των σκηνικών της, τόσο των εσωτερικών όσο και των εξωτερικών χώρων, του τρόπου που ο Μπριζέ επιλέγει να κοιτάξει τους ήρωές του, αλλά και των πρωταγωνιστών του, του Γκιγιόμ Κανέ και ακόμα περισσότερο της Άλμπα Ρορβάκερ, μας βγάζει στο τέλος της προβολής με ένα αίσθημα ότι κάτι συνέβη εδώ, ότι ήρθαμε λίγο πιο κοντά στην πηγή των πραγμάτων, ότι η πηγή των πραγμάτων μπορεί να βρίσκεται σε απροσδόκητες ψυχικές συνδέσεις με ανθρώπους διαφορετικούς από μας και σε γιορτές στις οποίες καθόμαστε γύρω από ένα τραπέζι και νιώθουμε χαρούμενοι, ανεξάρτητα απ’ το τι ακριβώς ήμασταν ή είμαστε ο ένας για τον άλλο.
Πηγή: elculture
Σχετικά άρθρα
- «Υπόθεση Γκολντμάν» του Σεντρίκ Καν: Τι στ’ αλήθεια δικάζουμε εδώ; (1.000)
- «Υπνοθεραπεία» του Ερνστ Ντε Γκιρ: Πάνω απ’ το χαλί (1.000)
- «Το Ατίθασο Ρομπότ» του Κρις Σάντερς: Ο ενδιάμεσος κόσμος (1.000)
- “Megalopolis” (η ταινία – όνειρο ζωής) του Φράνσις Φορντ Κόπολα: Η υπόκλιση στην πανωλεθρία (1.000)
Δημοσίευση από AutoPolis, Βρίσκεται στις κατηγορίες Πολιτισμός και Ψυχαγωγία