«Υπόθεση Γκολντμάν» του Σεντρίκ Καν: Τι στ’ αλήθεια δικάζουμε εδώ;
05/09/2024 - 19:36
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπάρχουν τρεις κατηγορίες σοβαρών ποινικών δικών, δικών που έχουν να κάνουν με μείζονος βαρύτητας αδικήματα. Η πρώτη είναι αυτή που δεν κεντρίζει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, που συγκλονίζει μόνο τους διαδίκους, τους κατηγορούμενους, τα θύματα εφόσον ζουν, τις οικογένειες και τους οικείους θυτών και θυμάτων, τους δικαστές, τακτικούς και ενόρκους, που θα κληθούν να αποφασίσουν, τους μάρτυρες από τις καταθέσεις των οποίων κρίνονται ενδεχομένως πολλά, τους παράγοντες γενικά της δίκης. Γιατί, παρ’ όλη την απόσταση από τα φώτα της δημοσιότητας, υπάρχει κι εδώ συγκλονισμός, δεν γίνεται να μην υπάρχει όταν διακυβεύεται από το αποτέλεσμά της η ελευθερία (ή ενίοτε και η ίδια η ζωή) ενός ανθρώπου και έχει ήδη υποστεί κάτι πολύ βαρύ ένας άλλος ή το κοινωνικό σύνολο.
Η δεύτερη έχει να κάνει με τα εγκλήματα που συγκλονίζουν την κοινή γνώμη, αλλά εκλαμβάνονται κυρίως ως εγκλήματα σαν αυτά που γίνονταν πάντα, σε όλες τις εποχές και σε όλες τις κοινωνίες, εγκλήματα μεταξύ ατόμων με κάπως διαχρονικά και οικουμενικά χαρακτηριστικά, εγκλήματα στα οποία δεν αποδίδονται στο θύμα και τον θύτη φορτισμένες κοινωνικοπολιτικές ιδιότητες, «καθαρά» και απολιτίκ εγκλήματα, εγκλήματα σκανδαλισμού.
Η τρίτη έχει να κάνει με εγκλήματα που παίρνουν έναν έντονο πολιτικό χαρακτήρα. Εκεί είτε ο θύτης είτε το θύμα είτε και οι δύο μετατρέπονται σε σύμβολα. Tι κάνει όμως μια ποινική δίκη να αποκτά πολιτικά χαρακτηριστικά; Πότε φεύγουμε από το λεγόμενο «κοινό ποινικό δίκαιο», το οποίο συνδέει τις δύο πρώτες κατηγορίες; Όχι ότι στην τρίτη φεύγουμε δηλαδή, τυπικά εδώ παραμένουμε και οι υποθέσεις ως τέτοιες δικάζονται, με τον ίδιο Ποινικό Κώδικα που ισχύει για όλους, ο ιδεολογικός και πολιτικός χρωματισμός από πάνω τους όμως είναι τόσο έντονος, ώστε είναι αυτός που δίνει τον τόνο.
Νομίζω ότι σε μεγάλο βαθμό η απάντηση έχει να κάνει με την πρόσληψη μιας υπόθεσης, με το πώς την προσλαμβάνει και αποφασίζει να την αντιμετωπίσει η κοινή γνώμη. Αυτό δεν σημαίνει ότι της δίνει χαρακτηριστικά που δεν έχει. Σημαίνει όμως ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση τα βλέπει, ενώ σε άλλες παρόμοιες μπορεί να τα προσπερνούσε και να μην κέρδιζαν ποτέ την προσοχή της. Σημαίνει επίσης, ότι από τη στιγμή που χρωματίζεται ιδεολογικά μια υπόθεση, αποκτά πολωτικό χαρακτήρα και δημιουργούνται στρατόπεδα, με αποτέλεσμα ίσως όλα πλέον όσα την αφορούν να εξετάζονται μόνο υπό την οπτική γωνία του στρατοπέδου στο οποίο ανήκεις.
Η υπόθεση του Πιέρ Γκολντμάν ήταν ακριβώς μια τέτοια υπόθεση στη δεκαετία του εβδομήντα στη Γαλλία, όπου έφτασε να χαρακτηριστεί «η δίκη του αιώνα». Ο Γκολντμάν κατηγορήθηκε για τέσσερις ένοπλες ληστείες, ομολόγησε την ενοχή του για τις τρεις, αρνήθηκε σθεναρά όμως οποιαδήποτε εμπλοκή του στην τέταρτη, η οποία κατέληξε στη δολοφονία δύο γυναικών που εργάζονταν σε ένα φαρμακείο. Αρχικά καταδικάζεται σε ισόβια, στη συνέχεια γράφει στη φυλακή ένα βιβλίο με λεπτομερή αναφορά στην δίκη του, το ακυρωτικό δικαστήριο αναπέμπει την υπόθεση για επανεξέταση της ουσίας της, στην «Υπόθεση Γκολντμάν» θα παρακολουθήσουμε αυτή τη δεύτερη δίκη του, το 1976. Δεν έχουμε να κάνουμε με μια ακόμα ποινική δίκη, πάνω της θα ακουμπήσει προσωρινά ο ιδεολογικός διχασμός μιας χώρας: από τη μια το νόμος και τάξη και η απόλυτη εμπιστοσύνη στην Αστυνομία, από την άλλη οι κατηγορίες για ρατσιστικά κίνητρα, προκατάληψη και στοχοποίηση βάσει των στοιχείων της ταυτότητας του Γκολντμάν: ανήκε στην άκρα αριστερά και ήταν και Εβραίος.
O Γκολντμάν είναι ένα ζωντανό παράδοξο. Με πολωνοεβραϊκή καταγωγή και γονείς αντιστασιακούς, αναπτύσσει ακροαριστερή συνείδηση, πηγαίνει στη Λατινική Αμερική, εκπαιδεύεται μυστικά στον ένοπλο αγώνα, επιστρέφει στη Γαλλία, κι αντί να γίνει αντάρτης πόλης, καταλήγει να γίνει ληστής όχι για ιδεολογικούς αλλά για ιδιοτελείς λόγους, για να τσεπώνει τα χρήματα που παίρνει. Αυτά όμως τα παραδέχεται και τα ομολογεί κι ο ίδιος. Από αυτά δεν κρύβεται. Ταυτόχρονα διατρανώνει διαρκώς και κατηγορηματικά την αθωότητά του ως προς την ένοπλη ληστεία που οδήγησε στις δυο δολοφονίες.
Με έντονο χάρισμα στον λόγο, τόσο τον προφορικό όσο και τον γραπτό, δεν αργεί να μετατραπεί σε σύμβολο. Και η αντίστροφη όψη της αντίφασής του ως προς το τι κατέληξε να είναι, σκέτος δηλαδή ληστής αντί για επαναστάτης, είναι ακριβώς η πειστικότητα της διακήρυξης της αθωότητάς του: ομολογώ ότι είμαι ληστής, δεν έχω πρόβλημα να ομολογήσω αυτό που είμαι, αλλά δεν θα δολοφονούσα ποτέ δύο γυναίκες που δεν μου έκαναν τίποτα, γιατί δεν είμαι δολοφόνος. Η δίκη του αποκτά άλλες διαστάσεις. Τις αποκτά όμως μόνο εκ των υστέρων ή τις είχε και εκ των προτέρων, με το να υπάρχει εις βάρος του λόγω των πεποιθήσεών του και της καταγωγής του ρατσισμός και προκατάληψη και παράνομες αστυνομικές μεθοδεύσεις; Ο ακροδεξιός δικηγόρος της Πολιτικής Αγωγής λέει πως η αντίθετη ιδεολογική πλευρά καταγγέλλει ότι ο Γκολντμάν κατηγορείται για τους φόνους επειδή είναι αριστερός και Εβραίος, ενώ την ίδια ώρα δεν θα έχει κανένα πρόβλημα να αθωωθεί πάλι επειδή είναι αριστερός και Εβραίος. Που βρίσκεται η αλήθεια όμως σε όλα αυτά; Μπορεί να διακριβωθεί το τι τελικά έγινε;
Και κάπου εδώ πάμε στην μάλλον εγγενή προβληματικότητα των αυτοπτών μαρτύρων. Τι πρόλαβε να δει ένας αυτόπτης μάρτυρας, πόσο προκαταλαμβάνεται η ανάμνησή του βάσει όσων του παρουσιάζουν ως επιλογές, πόσο πείθει άραγε μετά τον εαυτό του ότι αυτό είναι που είδε; Ποια η διαφορά μεταξύ της αληθινής σου ανάμνησης και της ανάμνησης που πείθεις τον εαυτό σου ότι έχεις; Κι αν έχεις πέσει σε ένα σωρό αντιφάσεις και ανακρίβειες, πώς να δεχτεί μετά κανείς ελαφρά τη καρδία ότι δεν κάνεις λάθος και στο πρόσωπο που λες ότι αναγνώρισες; Και τελικά πόσο σίγουρος πρέπει να είσαι για να οδηγήσεις δυνάμει με την κατάθεσή σου έναν άνθρωπο στη φυλακή για το υπόλοιπο της ζωής του;
Ο Γκολντμάν έχει τρεις δικηγόρους, θα αγορεύσουν στο τέλος οι δύο. Οι προσεγγίσεις τους ριζικά διαφορετικές. Ο πρώτος στηρίζεται στην υπόθεση αυτή καθαυτή, στα κενά της κατηγορίας, στο κατά πόσο αποδεικνύεται βάσει των στοιχείων η ενοχή του κατηγορουμένου ή κατά πόσο υπάρχει τουλάχιστον αμφιβολία που πρέπει να οδηγήσει σε αθώωση. Κι ακόμα κι αν τελικά κάπου υποκύπτει και βάζει μέσα και στοιχεία για την εβραϊκή του ταυτότητα, η αγόρευσή του αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Ο μεγαλύτερος σε ηλικία δικηγόρος προσφεύγει σε θεατρινισμούς και βερμπαλισμούς και συναισθηματισμούς. Η αγόρευσή του είναι τόσο γενικόλογη που την ώρα που επικαλείται μια κατάσταση που του συμβαίνει πρώτη φορά σε δεκαετίες καριέρας, μπορείς να τον φανταστείς να την επαναλαμβάνει με μικρές παραλλαγές δεκάδες φορές στην καριέρα του. Εδώ ο Γκολντμάν πρέπει να αθωωθεί όχι ως Εβραίος, αλλά ως υπόδειγμα Γάλλου, έστω ως βλαστός υποδειγματικής γαλλικής οικογένειας. Κάθε ταυτότητα μπορεί να βοηθήσει αν είναι να υπερασπιστείς τον πελάτη σου.
Ο Σεντρίκ Καν παίρνει τη βασική απόφαση να είναι ολόκληρη η ταινία γυρισμένη σε εσωτερικούς χώρους και σχεδόν ολόκληρη γυρισμένη στην αίθουσα του δικαστηρίου. Η μόνη σκηνή σε εξωτερικούς χώρους είναι η εναρκτήρια, όταν θα δούμε τον ένα δικηγόρο να τρέχει για λίγα δευτερόλεπτα σε ένα δρόμο πριν μπει στο γραφείο του άλλου. Έκτοτε θα μπούμε σε εσωτερικούς χώρους και δεν θα ξαναβγούμε ποτέ. Το γραφείο του δικηγόρου θα δώσει τη θέση του στο δικαστήριο και με εξαίρεση ελάχιστες σκηνές στο κρατητήριο που οι δικηγόροι θα συζητήσουν με τον πελάτη, όλη μα όλη η ταινία είναι η δίκη.
Κι αν είσαι φαν των δικαστικών ταινιών, η «Υπόθεση Γκολντμάν» θα σε αποζημιώσει πλήρως. Θα σε αποζημιώσει όμως ως τι; Γιατί κάπου εδώ ίσως βρίσκεται το δικό της παράδοξο: όσο κι αν όλο της το νόημα είναι πως εδώ δεν διεξήχθη μια ακόμα ποινική δίκη κι ότι εδώ συνέβη κάτι άλλο με πολύ ευρύτερα κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά, τελικά νομίζω ότι (παρόλα τα χαρακτηριστικά της στα μπαγκάζια της) μια ποινική δίκη είναι που θα παρακολουθήσουμε. Και σε μεγάλο βαθμό μια ποινική δίκη είναι που θα μας καθηλώσει, ακόμα κι αν στερείται τις εκπλήξεις και τις ανατροπές που μας επιφυλάσσει συνήθως η μυθοπλασία.
Στον ρόλο του Γκολντμάν ο Άριε Βορτχάλτερ που πήρε το Σεζάρ Α’ Ανδρικού (ένα χρόνο μετά τον Μπενουά Μαζιμέλ στο ”Pacifiction”), μεταδίδει όλη την ένταση και την περίεργη ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Στον ρόλο του βασικού συνηγόρου του ο Αρτούρ Χαραρί, που μαζί με τη σύντροφό του Ζιστίν Τριέ πήρε το όσκαρ σεναρίου για την «Ανατομία Μιας Πτώσης», η οποία παιζόταν ακριβώς πέρσι τέτοια εποχή. Κι αν βάλουμε μέσα και το «Σεντ Ομέρ» έχουμε αρχίσει να επισκεπτόμαστε αρκετά συχνά τα γαλλικά δικαστήρια τα τελευταία χρόνια. Και φαίνεται ότι η γαλλική ποινική δικονομία αφήνει τα πράγματα να λειτουργούν πιο ελεύθερα, πιο συζητητικά, με έναν τρόπο πρόσφορο για κινηματογραφικές αναπαραστάσεις.
Πηγή: elculture
Σχετικά άρθρα
- «Μαζί Ξανά» του Στεφάν Μπριζέ: Γιορτάσαμε στο ίδιο τραπέζι (0.997)
- «Υπνοθεραπεία» του Ερνστ Ντε Γκιρ: Πάνω απ’ το χαλί (0.997)
- «Το Ατίθασο Ρομπότ» του Κρις Σάντερς: Ο ενδιάμεσος κόσμος (0.997)
- “Megalopolis” (η ταινία – όνειρο ζωής) του Φράνσις Φορντ Κόπολα: Η υπόκλιση στην πανωλεθρία (0.997)
- Πρώτο τραπέζι στο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας η Ματίνα Παγώνη [Εικόνες] (0.003)
Δημοσίευση από AutoPolis, Βρίσκεται στις κατηγορίες Πολιτισμός και Ψυχαγωγία