Το χρέος, ο στρατός και η πυρηνική ενέργεια είναι τα κλειδιά για τη γερμανική αναγέννηση



11/11/2024 - 04:54

Του Chris Bryant

Η κατάρρευση του αντιδημοφιλούς και δυσλειτουργικού τρικομματικού συνασπισμού στη Γερμανία προσφέρει στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης μια ευκαιρία για πολιτική και οικονομική ανανέωση. Ανακύπτουν δύο σημαντικά ερωτήματα: Θα μπορέσει η Γερμανία να παραμερίσει τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και να αρπάξει αυτή τη «χρυσή ευκαιρία»; Και αν ναι, τι είναι τελικά αυτό που μπορεί και πρέπει να κάνει;

Ως προς το πρώτο ερώτημα, δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Αναφορικά με το δεύτερο ωστόσο, υπάρχουν πολλές τολμηρές μα λογικές ιδέες: αναστολή του «φρένου χρέους» της Γερμανίας με σκοπό τη χρηματοδότηση επενδύσεων, ανάσχεση της εκροής κεφαλαίων και ορθή χρηματοδότηση του στρατιωτικού τομέα της χώρας είναι μερικά από τα προφανή σημεία εκκίνησης.

Ο ηγέτης των συντηρητικών της αντιπολίτευσης, Φρίντριχ Μερτς, φαντάζει ως ο επικρατέστερος για το αξίωμα της καγκελαρίας, όμως το CDU/CSU καταγράφει ποσοστό γύρω στο 32% στις δημοσκοπήσεις και δεν μπορεί να κυβερνήσει μόνο του. Η αυξανόμενα κατακερματισμένη γερμανική πολιτική σκηνή — πρώτα με την άνοδο του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και πιο πρόσφατα της αριστερής, αντιμεταναστευτικής Συμμαχίας Σάρα Βάγκενκνεχτ — καθιστά την οικοδόμηση συνασπισμών ιδιαίτερα δύσκολη.

Ο Μερτς, υπέρμαχος της ελεύθερης αγοράς και του Ατλαντισμού, αποκλείει ορθά τη συνεργασία με το AfD. Παράλληλα, οι φιλελεύθεροι Ελεύθεροι Δημοκράτες καταγράφουν τόσο χαμηλά ποσοστά που ενδέχεται να πέσουν κάτω από το όριο του 5% που απαιτείται για να αποκτήσουν έδρες στο κοινοβούλιο. Έτσι, η επόμενη κυβέρνηση της Γερμανίας είναι πιθανό να είναι ακόμη ένας συνασπισμός από ετερόκλητους συμμάχους, με τους συντηρητικούς να κυβερνούν είτε με τους Σοσιαλδημοκράτες, είτε με τους Πράσινους. Μετά τις εξαντλητικές πολιτικές αντιπαραθέσεις των τελευταίων τριών χρόνων όμως, ποιος μπορεί να κατηγορήσει τους Γερμανούς ψηφοφόρους αν φοβηθούν την επιστροφή στα ίδια «κουραστικά» επιχειρήματα και την έλλειψη πολιτικής συναίνεσης;

Ο Μερτς έχει ξεκάθαρη εικόνα για τις απειλές που αντιμετωπίζει η γερμανική ευημερία, δεν είναι βέβαιο όμως ότι το ίδιο ισχύει και για μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος, που δείχνει να μην έχει συνειδητοποιήσει πλήρως την άσχημη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα. Είναι δελεαστικό για τους ψηφοφόρους να θεωρούν ότι τα οικονομικά προβλήματα της Γερμανίας είναι κυκλικά, ενώ στην πραγματικότητα είναι διαρθρωτικά και συνεπώς δύσκολα στην αντιμετώπισή τους.

Ο συνδυασμός της χαμηλής παραγωγικότητας, των παρωχημένων υποδομών και του γερασμένου εργατικού δυναμικού αποτελεί καμπανάκι για την οικονομική παραγωγή της χώρας, που χωρίς αλλαγές κινδυνεύει να βαλτώσει για χρόνια. Παράλληλα, οι παραδοσιακές βιομηχανίες της χώρας — πάνω από όλα οι αυτοκινητοβιομηχανίες — αντιμετωπίζουν τεράστιες απειλές για την ανταγωνιστικότητά τους. Ακόμη και η Volkswagen, που επί μακρόν προτεραιοποιούσε τη διατήρηση των θέσεων εργασίας έναντι της κερδοφορίας, εξετάζει το ενδεχόμενο να κλείσει εργοστάσια στη Γερμανία.

Ο κίνδυνος ενός φαύλου κύκλου είναι ορατός. Η αδύναμη ανάπτυξη και η εκροή κεφαλαίων οδηγούν σε μείωση των φορολογικών εσόδων, κάτι που με τη σειρά του δημιουργεί δυσεπίλυτες αντιπαραθέσεις για τον τρόπο κατανομής των πόρων της οικονομίας — κάτι που φάνηκε και από τις δυσκολίες στις προσπάθειες της γερμανικής κυβέρνησης να περάσει έναν προϋπολογισμό.

Σε άλλες χώρες, η λύση θα ήταν προφανής: επιπλέον δανεισμός για τη χρηματοδότηση επενδύσεων. Στη Γερμανία όμως αυτό δεν θεωρείται επιλογή λόγω του αυστηρού δημοσιονομικού κανόνα της χώρας, του λεγόμενου «φρένου χρέους», που περιορίζει το νέο χρέος σε ποσοστό που δεν ξεπερνά το 0,35% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος ετησίως (αν και υπάρχει μια μικρή ευελιξία για την εξυπηρέτηση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης και του οικονομικού κύκλου). Αυτός ο περιορισμός είναι αχρείαστος, δεδομένου ότι ο γερμανικός δανεισμός είναι χαμηλός σε σύγκριση με τα διεθνή δεδομένα. Οπότε, μια πρώτη παράκληση προς την επόμενη κυβέρνηση θα ήταν η εξής: Για το καλό όλων, μεταρρυθμίστε το «φρένο χρέους».

Οι συντηρητικοί του Μερτς είναι αυστηροί όσον αφορά τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, αλλά πρόσφατα ο ηγέτης τους φάνηκε ελαφρώς πιο δεκτικός στο ενδεχόμενο αναθεώρησης του ορίου χρέους. Συνεχίζει πάντως να επιμένει ότι η Γερμανία πρέπει να καταβάλει μεγαλύτερη προσπάθεια για να ελέγξει τις δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας.

Ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ έχει προτείνει τη δημιουργία ενός ταμείου για την ενίσχυση των εγχώριων επενδύσεων, προσφέροντας στις επιχειρήσεις επιδότηση 10%. Παρόλο που η ιδέα του Χάμπεκ αξίζει να εξεταστεί, θα απαιτήσει δημοσιονομικά «καύσιμα». Η χαλάρωση του «φρένου χρέους» θα διευκόλυνε επίσης την ανανέωση του γερμανικού στρατού, διασφαλίζοντας ότι η Γερμανία θα μπορεί να αμυνθεί επαρκώς και να υποστηρίξει την Ουκρανία. Ενώ το Βερολίνο φέτος θα τηρήσει τη δέσμευση του ΝΑΤΟ να δαπανήσει 2% του ΑΕΠ στον στρατό για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, η δεύτερη προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ αυξάνει την επιτακτικότητα ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεων.

Αν ο Μερτς επιμείνει στο να διατηρηθεί το «φρένο χρέους», υπάρχουν και άλλοι τρόποι να κινηθούν κεφάλαια. Οι Γερμανοί υπονομεύουν τη δική τους ευημερία και τον επιχειρηματικό τομέα αποταμιεύοντας δισεκατομμύρια σε τραπεζικούς λογαριασμούς χαμηλής απόδοσης. Παρά το γεγονός ότι ο πρόσφατα αποπεμφθείς υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ συχνά αποτελούσε «αγκάθι» για τον κυβερνητικό συνασπισμό, οι ιδέες του για την ανάπτυξη μιας κουλτούρας επενδύσεων σε μετοχές και τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος προς ένα μοντέλο «pay-as-you-go» ήταν αναζωογονητικές και δεν θα πρέπει να αγνοηθούν. Ευτυχώς, ο Μερτς — πρώην εταιρικός δικηγόρος και πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της BlackRock Asset Management Deutschland — γνωρίζει αρκετά για τις κεφαλαιαγορές.

Η κατάργηση των κανονισμών στην αγορά κατοικίας για την ενίσχυση της οικοδομικής δραστηριότητας πρέπει επίσης να μπει ψηλά στην ατζέντα της επόμενης κυβέρνησης, καθώς η Γερμανία απέχει τραγικά από τον στόχο των 400.000 νέων κατοικιών τον χρόνο, και περίπου το μισό του πληθυσμού δεν μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση στην αγορά κατοικίας. Επιπλέον, το Βερολίνο πρέπει να εντείνει τη στήριξή του στις νεοφυείς επιχειρήσεις: Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, γνωστές ως Mittelstand, παραμένουν η ραχοκοκαλιά της γερμανικής καινοτομίας, αλλά ο αριθμός των νέων επιχειρήσεων που ιδρύονται είναι ανησυχητικά χαμηλός.

Τέλος, η νέα κυβέρνηση πρέπει να επανεξετάσει την ενεργειακή πολιτική. Σε μία από τις πλέον αυτοκαταστροφικές κινήσεις των τελευταίων ετών, ο τρικομματικός συνασπισμός προχώρησε στο κλείσιμο των τριών τελευταίων πυρηνικών σταθμών της Γερμανίας το 2023 – ακόμα και εν μέσω μιας επιδεινούμενης κλιματικής κρίσης και της απώλειας εισαγωγών φυσικού αερίου λόγω της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Η επανεκκίνηση αυτών των εργοστασίων μπορεί να είναι τεχνικά και πολιτικά δύσκολη, αλλά θα αποτελούσε ένδειξη ότι η Γερμανία αναγνωρίζει πως η εποχή της δειλίας και των ψευδών συμβιβασμών έχει παρέλθει.

Adblock test (Why?)

Πηγή: capital


Σχετικά άρθρα

  • Unique Post

Δημοσίευση από , Βρίσκεται στις κατηγορίες Διάφορες ειδήσεις

Σχολιάστε το άρθρο

*


Τελευταία άρθρα

Γκαλερί

Σχεδιασμός από MOD creative studio