«Οχτώ λεπτά» της Γιώτας Ταχταρά: Ποιο είναι άραγε αυτό το μέτρο του δυνατού και της ευτυχίας που επιζητούμε στη ζωή μας;



12/10/2024 - 07:01

Ένας μικρός θησαυρός ταξίδεψε από την Αμερική, πέταξε πάνω από τον Ατλαντικό και προσγειώθηκε ένα πρωινό στα χέρια μου με μια γλυκιά αφιέρωση. Βλέπεις εμείς οι γυναίκες όταν συντονιστούμε κάποια στιγμή στη ζωή μας, η μία με την άλλη, δεν αφηνόμαστε, ανυπομονούμε για το επόμενο βήμα της κάθεμιας με σεβασμό και εκτίμηση. Έτσι είμαστε εμείς οι γυναίκες, ακόμα και αν μεγάλη μερίδα κόσμου πιστεύει το αντίθετο. Ένα μικρό βιβλίο. Το διάβασα μέσα σε δύο νύχτες. Με μισοαναμμένο το φως πάνω από το κεφάλι μου. Ο Χ. κοιμάται δίπλα μου. Δεν θέλω να τον ξυπνήσω. Τα κορίτσια κάτω από τα σεντόνια τους, το φθινόπωρο τα απαιτεί. Η νύχτα έχει βαρύνει στο σπίτι.

«Το ξέρεις ότι αν ανατιναχτεί ο ήλιος τώρα, θα μας πάρει 8 λεπτά να το καταλάβουμε στη γη», είπε ο ένας πολύ γρήγορα και κάποια τσίριξε: «δηλαδή είμαστε διαρκώς 8 λεπτά μακριά από το να παγώσουμε για πάντα;».

Από εκείνη την τελευταία ανάγνωση, το ξανανοίγω, υπογραμμίζω, σημειώνω, ξεφυλλίζω. Σκηνοθετώ την ταινία που εκτυλίσσεται στο μυαλό μου, συχνά αυτοαναφορική, τι κι αν εμπνέεται από τις λέξεις της Γιώτας Ταχταρά.  Στις σελίδες της πρώτης συγγραφικής της απόπειρας -έχει γράψει χιλιόμετρα το κοντέρ της αρθρογραφόντας σε περιοδικά- ρούφηξα ολόκληρη τη ζωή μου, γέλασα σαρδόνια, βούρκωσα, αναζήτησα ξεχασμένα πρόσωπα, έξυσα λίγο τις πληγές, χάιδεψα το ρυτιδιασμένο μου πρόσωπο και φθάνοντας, με μια ανάσα στην τελευταία τελεία, μόνο ένα πράγμα πέρασε από το μυαλό μου: «καληνύχτα και σε εσένα γυναίκα που μας μοιάζεις». Ο Γυάλινος κόσμος μας έχει από καιρό συντριβεί. Μπορείς να αφήσεις την πατερίτσα σου, έχεις δυναμώσει, βρήκες ισορροπία πάνω στα χαλάσματά του, επιβίωσες, αντιστάθηκες, μεγάλωσες. Να κοίτα ένα μικρό λουλούδι ανθίζει. Μια γειτονιά ξανά σε περιμένει να την αναδημιουργήσεις. 

alt

«Οχτώ λεπτά» ο τίτλος του βιβλίου και η πρώτη σκηνή ξεκινάει με ένα μικρό αγόρι, έναν άντρα, μια φαινομενικά ήρεμη και ευτυχισμένη ζωή. Δεν θα μείνει έτσι για πολύ το σκηνικό. Το παρόν δίνει πάσα στην ηρωίδα μας για μια αναδρομή σε παρελθοντικά γεγονότα – τοποθετημένα άναρχα χρονικά, πρόθεση άλλωστε δεν είναι η βιογραφική εξιστόρηση της ζωής της μα η θύμηση προσωπικών στιγμών, κομματιών που συνθέτουν το παζλ της ζωής. Ανάμεσα σε προσωπικές της στιγμές από την Αμερική που θα βρεθεί στα πρώτα της φοιτητικά χρόνια και από την Ελλάδα, χώρα καταγωγής της, μετατοπίζει διαρκώς τον αφηγηματικό της φακό, ρίχνοντας φως άλλοτε στη παιδική και εφηβική της ηλικία, στους γονείς, στο σόι στην Ελλάδα, και άλλοτε στα χρόνια της φοιτητικής της, στους πρώτους έρωτες και στις πρώτες ματαιώσεις.

«Η Αθήνα ήταν η πραγματική οικογένεια που εγκαταλείψαμε και η μόνη οικογένεια που μας έλειπε. Αλλά δεν γινόταν να το παραδεχτώ. Δεν μπορούσα να χαρίσω την απόλαυση της δικαίωσης σε όσους μου έλεγαν να μη φύγω, με απειλούσαν με το τεράστιο ρίσκο και το ανομολόγητο κακό που θα με βρει αν βγω από τον κύκλο ασφαλείας που είχαν χαράξει ασφυκτικά και αυθαίρετα. Δεν έπρεπε να μάθουν ποτέ ότι μακριά από την πόλη μου και τους ανθρώπους της ένιωθα κουτσή, μισή, σαν να μην μπορώ να βρω την ισορροπία για να περπατήσω.»

Μέσα στα μικρά ή μεγάλα συμβάντα που ανατρέχει για όλα τα σημαντικά ή ασήμαντα, ανάμεσα στο εκεί και στο εδώ, στο γνωστό και στο άγνωστο, ανάμεσα σε αλυσιδωτούς στοχασμούς αλλά και νοήματα που υπονοούνται, η Γιώτα Ταχταρά απλώνει τα θέματα που προβληματίζουν την ηρωίδα της (ή και την ίδια), μια περσόνα ανεξάρτητη, ανυπότακτη, δυναμική, σκεπτόμενη, όλα όσα της περνούν από το μυαλό, μικρές καθημερινές διαπιστώσεις που γίνονται σοφίες. «Όλα όσα έχουν μαζευτεί στη θέση του συνοδηγού λένε περισσότερα για εμάς απ’ όσα θα μάθαιναν οι άλλοι μετά από χρόνια φιλίας.» Βιώματα, συναισθήματα, καταστάσεις και αναμνήσεις αναδύονται σαν χάρτινα πυροτεχνήματα, σηματοδοτώντας τον εορτασμό της συνειδητοποίησης του βάρους που φέρουν. 

Οι αφηγήσεις της, μια τοπιογραφία της Αμερικής και της Ελλάδας. Οι ασφυκτικοί ρυθμοί της Αμερικής, η πρώτη συγκατοίκηση, η «διαλλειματική» νοσταλγία για το σπίτι, και τις αγαπημένες συνήθειες. Συνήθειες γνωστές μας, σκέψεις οικείες, απλές, καθημερινές: «Ξέρεις τι μου έχει λείψει; Ένα πιάτο χόρτα με μπόλικο λεμόνι». Η καθοριστική σημασία της κουλτούρας στη διαμόρφωση συμπεριφορών, οι λέξεις, τα νοήματα πίσω από αυτές, οι καταστάσεις που περιγράφουν. Όλα μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με το πρίσμα που τα παρατηρείς. Και η ηρωίδα μας τα παρατηρεί όλα. Εύστοχα, καυστικά, σχεδόν ειρωνικά όλα τα σχολιάζει, όλα έχουν για εκείνη σημασία.

«Break- up και heartbreak, αυτές τις λέξεις σκορπάνε γύρω μου και εγώ κρατάω το break, το σπάσιμο, το ράγισμα, την ανεπανόρθωτη καταστροφή, που τίποτα δεν θα μείνει το ίδιο μετά από αυτή. Αλλάζει το τέλος όπως αλλάζουν οι ήχοι της γλώσσας. Αλήθεια πώς αποφασίζεις σε ποια γλώσσα θα διηγηθείς την ιστορία σου;»

Η κειμενική της αφήγηση σφύζει από δύναμη, ολοζώντανη, παραστατική, συνθέτει εικόνες, έχει ρυθμό, συμβάλει στην αμεσότητα του κειμένου, μοιάζει εξομολογητική εξιστόρηση σε φίλο που ξαναβρήκε μετά από καιρό: «Μ’ αυτή την αγωνία προσπάθησα να μάθω το Λος Άντζελες από τις γωνίες του. Να το καταλάβω, να το κάνω σπίτι μου. Έφτιαχνα τεράστιες λίστες. Η γωνία που όλοι λένε ότι δολοφονήθηκε ο Biggie Smails, η γωνία με το ελληνικό μπεργκεράδικο που πήγε η Χίλαρι Σουάνκ μετά το Όσκαρ…»

Μα και οι απώλειες, οι δυσλειτουργικές σχέσεις με την οικογένεια, συνδεμένες συνήθως με κοινωνικά προσκείμενα: «Σταμάτησα να κρύβομαι κάτω από τα έπιπλα μόνο μετά την κηδεία της γιαγιάς. Όταν το τραπέζι μεγάλωσε, μάκρυνε και στολίστηκε για να την ακουμπήσουν πάνω. Τότε άρχισαν να με τρομάζουν τα μεγάλα τραπέζια. Τα μετρούσα και ήταν πάντα στο μήκος του φέρετρου. Μας σκεφτόμουν όλους ξαπλωτούς επάνω τους, όλοι με τη σειρά να περνάμε και να φεύγουμε και τα τραπέζια άφθαρτα στο ίδιο σημείο». 

Η ηρωίδα της γήινη, προσγειωμένη εκφράζει τις ανησυχίες και τις ματαιώσεις των μιλένιαλ, τη σκληρή πραγματικότητα, τις ερωτικές σχέσεις που έχουν πια ξεφτίσει υμνώντας, at the end την αδιάψευστη δύναμη της γυναικείας φιλίας που με ένα τζιν και τόνικ στο χέρι όλα μπορεί να τα κάνει δυνατά. Ή και όχι; Γιατί ποιο είναι άραγε αυτό το μέτρο του δυνατού και της ευτυχίας που επιζητούμε στη ζωή μας;

alt

Η Γιώτα Ταχταρά μας παραδίνει μια μικρή νουβέλα διαμάντι που ταξιδεύει αφηγηματικά στο πριν και στο τώρα μέσα από τα μάτια μιας γυναίκας. Γεφυρώνει χρόνους και τόπους, τους τοποθετεί αόρατα να συνομιλούν στήνοντας ένα ενδιαφέρον παιχνίδι για τον αναγνώστη. Είναι σαφές που πολλά από όσα γράφει έχουν στοιχεία αυτοβιογραφικά. Ίσως εδώ βρίσκεται το μυστικό συστατικό της άμεσης και οικείας γραφής. Όλα όσα γράφει σου κεντρίζουν το ενδιαφέρον, με όλα κάπως ταυτίζεσαι αναπολώντας μια ζωή που έχασες ή μια ζωή που βρήκες. H ηρωίδα της, εκείνη, εγώ και εσύ, διανύοντας ίσως την τέταρτη ή την πέμπτη δεκαετία της ζωή της, σχεδόν εξιλεωμένη πια από τα προσωπικά της βάρη, σταμάτησε να ψάχνει την Ιθάκη της. Η Ιθάκη μοιάζει με τόπο δίχως πυξίδα, διαρκώς μετακινείται και εσύ στο τιμόνι του καραβιού σου, αλλάζοντας διαρκώς πορεία, αναπνέεις καινούργιο αέρα, εντοπίζεις άλλα σημάδια, νέες ακτές, ορίζοντες και λιμάνια. Αναδιαμορφώνεσαι, μετασχηματίζεσαι. «Και το τι θα συμβεί δεν έχει καμία σημασία. Η ζωή θα συμβεί»

Ήταν ένα καράβι α-α-αταξιδευτό…Και αν σας αρέσει αυτή τη ιστορία, αναζητήστε τη.

Το βιβλίο Οχτώ λεπτά κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ενύπνιο.

Adblock test (Why?)

Πηγή: elculture


Σχετικά άρθρα

  • Unique Post

Δημοσίευση από , Βρίσκεται στις κατηγορίες Τελευταία νέα

Σχολιάστε το άρθρο

*


Γκαλερί

Σχεδιασμός από MOD creative studio