Οι ευκαιρίες και οι κίνδυνοι που φέρνει το 2025 για τις αγορές
11/01/2025 - 12:30
Θετικοί για τις μετοχές εμφανίζονται οι μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι για το 2025, ωστόσο το νέο τοπίο που διαμορφώνει η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, εκτός από ευκαιρίες, δημιουργεί και κινδύνους. Πλησιάζουμε στο μέσον μιας δεκαετίας που έχει φέρει ανοδικές αγορές μετοχών, σταθερή οικονομική ανάπτυξη και τεχνολογικές καινοτομίες. Φυσικά, αυτή η πενταετία έφερε επίσης μια παγκόσμια πανδημία, το ξέσπασμα πολέμων και κοινωνικές προκλήσεις.
Οι επιπτώσεις του εκλογικού αποτελέσματος των ΗΠΑ είναι ένα κομβικό σημείο για τις αγορές και το βασικό ερώτημα είναι εάν η πολιτική αλλαγή των Ηνωμένων Πολιτειών μπορεί να παρατείνει ή να τερματίσει το bull run. Στα θετικά, οι χαμηλότεροι φόροι στις ΗΠΑ, η απορρύθμιση και οι εμπορικές συμφωνίες ενδυναμώνουν το bullish story των αγορών, ωστόσο οι εμπορικοί δασμοί, τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα και οι γεωπολιτικές διαμάχες θα συμβάλουν σε υψηλότερο πληθωρισμό, ασθενέστερη ανάπτυξη και αστάθεια στις αγορές.
Οι αναλυτές αναμένουν ευρέως πως η κυριαρχία των αμερικανικών αγορών θα συνεχιστεί, ενώ η Ευρώπη, αν και παρουσιάζει ευκαιρίες, είναι αντιμέτωπη με ένα πολύ αδύναμο τοπίο ανάπτυξης και παράλληλα αρκετούς δημοσιονομικούς και πολιτικούς «πονοκεφάλους», ειδικά στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της και άλλοτε «μηχανές» της ανάπτυξης, τη Γερμανία και τη Γαλλία.
Citigroup: Προσοχή το β’ εξάμηνο
Risk-on δηλώνει η Citigroup για το 2025, ωστόσο συστήνει προσοχή, καθώς στο πρώτο εξάμηνο θα σημειωθεί μια μετάβαση από το bullish trade γύρω από την εκλογή Τραμπ, που χαρακτήρισε το μετεκλογικό σκηνικό των αγορών, στο λιγότερο θετικό trade των δασμών Τραμπ. Συνεπώς, στο δεύτερο μισό του έτους, και καθώς πλησιάζει η υλοποίηση των δασμών, η στρατηγική μείωσης του ρίσκου θα είναι «σοφότερη».
Ειδικότερα, η αμερικανική τράπεζα εκτιμά πως οι αγορές των ΗΠΑ θα πρωταγωνιστήσουν και το 2025, αλλά οι αποδόσεις δεν θα είναι τόσο «εύκολες» όσο ήταν το 2024. Οι δασμοί θα γίνουν το βασικό story στις αρχές του 2025 και, αν και μπορεί να είναι τελικά πιο στοχευμένοι από ό,τι συζητήθηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, το «μάθημα» του 2018 –κατά την πρώτη θητεία Τραμπ– είναι ότι οι μετοχές δεν διαπραγματεύονται καλά κατά τη διάρκεια των δασμολογικών πολέμων, ακόμα και αν αυτοί δεν είναι τόσο ευρείς.
Η αγορά θα πρέπει να τιμολογήσει κάποιο ασφάλιστρο κινδύνου για ευρύτερους δασμούς, κατά την άποψη της Citi.
Ενώ οι αμερικανικές μετοχές θα έχουν καλύτερη απόδοση, οι δασμοί αποτελούν αντίθετο άνεμο για όλες τις αγορές ανεξαιρέτως. Σε αυτό το πλαίσιο, η Citi παραμένει «Οverweight» στις μετοχές διεθνώς το 2025, αλλά δηλώνει έτοιμη να προχωρήσει σε υποβαθμίσεις στις αρχές του επόμενου έτους. Έτσι, αντικαθιστά το «Underweight» που είχε στην Ευρώπη με ουδέτερη στάση και είναι «Underweight» στην Ιαπωνία, καθώς τόσο η Ευρώπη όσο και η Ιαπωνία είναι κυκλικές αγορές που είναι πολύ επιρρεπείς σε δασμούς, ωστόσο η Ευρώπη έχει τη στήριξη του κύκλου μείωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ.
Ειδικά όσον αφορά την Ευρώπη, επισημαίνει πως η περιοχή είναι πιθανός στόχος για τους δασμούς Τραμπ, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα, μέσω της εκτροπής των κινεζικών εξαγωγών προς αυτήν. Αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να συμβεί σε μια εποχή που η Ευρώπη βρίσκεται ήδη σε σχετικά αδύναμο σημείο του επιχειρηματικού της κύκλου. Καθώς οι δασμοί δεν έχουν ακόμη ανακοινωθεί, είναι λογικό ότι αυτό θα παραμείνει «βάρος» για τις ευρωπαϊκές μετοχές, τουλάχιστον έως ότου ο Τραμπ ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις, πιθανότατα με επιθετικές δασμολογικές απαιτήσεις. Επιπλέον, η γαλλική πολιτική είναι επίσης ένας κίνδυνος, με την κατάρρευση της κυβέρνησης να αφήνει τον κίνδυνο πολιτικής και δημοσιονομικής αβεβαιότητας μέχρι τις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Όμως, κατά τη Citi, υπάρχουν γεγονότα στις αρχές του 2025 που μπορεί να είναι πιο θετικά για την Ευρώπη, όπως το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία, το οποίο και θα αποτελέσει ένα έναυσμα ανόδου για τις ευρωπαϊκές μετοχές, καθώς και το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών τον Φεβρουάριο, το οποίο θα οδηγήσει σε μια κυβέρνηση φιλική προς τις επιχειρήσεις (συνασπισμός CDU και SPD).
J.P. Morgan: Ευκαιρίες, αλλά και κίνδυνοι το 2025
Το κεντρικό θέμα των μετοχών για το επόμενο έτος θα είναι η υψηλότερη διασπορά σε τίτλους, κλάδους, χώρες και θέματα, εκτιμά η J.P. Morgan. Η υψηλότερη διασπορά θα βελτιώσει τις ευκαιρίες για τους επενδυτές και θα παρέχει ένα πιο υγιές σκηνικό για τον κλάδο της ενεργού διαχείρισης έπειτα από διαδοχικά τρίμηνα-ρεκόρ όπου οι θέσεις των επενδυτών ήταν περιορισμένες σε λίγες και συγκεκριμένες μόνο μετοχές.
Η αποσύνδεση των στάσεων των κεντρικών τραπεζών διεθνώς, η άνιση πρόοδος αποπληθωρισμού και η τεχνολογική καινοτομία θα συνεχίσουν να οδηγούν τις αποκλίσεις μεταξύ των επιχειρηματικών κύκλων παγκοσμίως.
Επιπλέον, όπως προσθέτει η JPM, η αυξημένη γεωπολιτική αβεβαιότητα και οι εξελισσόμενες κυβερνητικές πολιτικές ατζέντες εισάγουν ασυνήθιστη πολυπλοκότητα στις προοπτικές, απαιτώντας από κάποιον να διατηρεί ανοιχτό μυαλό και ευέλικτη προσέγγιση στις επενδύσεις.
Το story του αμερικανικού «εξαιρετισμού» θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αναταράξεις και αυξημένη αστάθεια λόγω των αλλαγών πολιτικής το 2025, αλλά οι ευκαιρίες είναι πιθανό να αντισταθμίσουν τους κινδύνους, εκτιμά η αμερικανική τράπεζα. Κατά την JPM, οι ΗΠΑ θα παραμείνουν η παγκόσμια μηχανή ανάπτυξης, με τον επιχειρηματικό κύκλο σε επέκταση, μια υγιή αγορά εργασίας, τη διεύρυνση των κεφαλαιουχικών δαπανών που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη και την προοπτική ισχυρότερων αποδόσεων στη Wall Street και υψηλής συναλλακτικής δραστηριότητας. Ο στόχος που θέτει για τον S&P 500 για το 2025 είναι οι 6.500 μονάδες.
Από την άλλη, όπως επισημαίνει η J.P. Morgan, η Ευρώπη συνεχίζει να αντιμετωπίζει διαρθρωτικές προκλήσεις, ενώ οι αναδυόμενες αγορές μάχονται με τα υψηλότερα επιτόκια για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, το ισχυρό δολάριο ΗΠΑ και πρόσθετους ανέμους στην εμπορική πολιτική.
Σε αυτό το πλαίσιο, παραμένει «Underweight» στην Ευρωζώνη για το 2025 και προβλέπει μικρή άνοδο, της τάξης του 5%, στον δείκτη MSCI Eurozone, δεδομένου ενός συνδυασμού επίμονης ανάπτυξης και υποβαθμίσεων κερδών, πολλών προκλήσεων στο πολιτικό μέτωπο και απογοήτευσης από την ανάπτυξη της Κίνας. Οι μετοχές της Ευρωζώνης έχουν μείνει σημαντικά πίσω από τις ΗΠΑ φέτος, καθώς η ανάπτυξη και τα κέρδη απογοήτευσαν, επισημαίνει η αμερικανική τράπεζα. Η Ευρωζώνη χτυπήθηκε επίσης από την επιστροφή της πολιτικής αστάθειας. «Πιστεύουμε ότι οι μετοχές της Ευρωζώνης θα συνεχίσουν να δυσκολεύονται, τόσο σε απόλυτους όσο και σε σχετικούς όρους, για λίγο ακόμα», τονίζει η JPM.
Όσον αφορά τις αναδυόμενες αγορές, και εκεί η JPM τηρεί προσεκτική στάση για το 2025, ειδικά στην αγορά της Κίνας, με τον κίνδυνο γύρω από τους εμπορικούς δασμούς να παραμένει η μεγαλύτερη απειλή για τις αποδόσεις της περιοχής. Ενώ οι μειώσεις επιτοκίων της Fed ήταν ιστορικά θετικές για τις σχετικές επιδόσεις των αναδυόμενων αγορών, δεν είναι σαφές πόσο περισσότερο θα μπορέσει να μειώσει η Fed τα επιτόκια σε σχέση με τις τρέχουσες προσδοκίες της αγοράς.
BofA: «Overweight» στις μετοχές το 2025
Ενώ ακόμη είναι άγνωστες βασικές λεπτομέρειες για τις αλλαγές πολιτικής στις ΗΠΑ, οι μέχρι στιγμής ενδείξεις υποδηλώνουν ότι οι προοπτικές για το 2025 θα μπορούσαν να παρουσιάσουν μεγάλες ευκαιρίες για τους επενδυτές, τονίζει η Bank of America.
Η οικονομία των ΗΠΑ βρίσκεται σε ισχυρή βάση, με αυξανόμενες ενδείξεις ενίσχυσης της αύξησης της παραγωγικότητας. Οι οικονομολόγοι και οι αναλυτές στρατηγικής της BofA αναμένουν ότι η οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ και η κερδοφορία των αμερικανικών εταιρειών θα ξεπεράσουν αυτές των άλλων ανεπτυγμένων οικονομιών, ενώ οι αμερικανικές μετοχές θα ξεκινήσουν το έτος δυναμικά και θα κλείσουν το 2025 με τον S&P 500 στις 6.666 μονάδες και ράλι κοντά στο 10%.
Οι αλλαγές πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των δασμών, της φορολογικής πολιτικής και του ρυθμιστικού περιβάλλοντος, θα πρέπει να έχουν σχεδόν τον ίδιο μεγάλο αντίκτυπο στον υπόλοιπο κόσμο όσο και στις ΗΠΑ.
Καθώς προχωρά το έτος, οι ευκαιρίες για τους επενδυτές θα παρουσιαστούν σε διεθνές επίπεδο: Οι ευρωπαϊκές μετοχές προβλέπεται να επιβραδυνθούν αρχικά, αλλά να επανέλθουν στα τρέχοντα επίπεδα μέχρι το τέλος του 2025, και στην Κίνα τα εγχώρια μέτρα τόνωσης θα πρέπει να αντισταθμίσουν κάθε επιβράδυνση που προκαλείται από αλλαγές στις εμπορικές πολιτικές.
Έτσι, η αμερικανική τράπεζα εκτιμά πως η αγορά μετοχών της ζώνης του ευρώ θα δει πτωτική τάση μέχρι τα μέσα του έτους και στη συνέχεια θα ανακάμψει.
Ειδικότερα, αναμένει πτώση 7% στον πανευρωπαϊκό δείκτη Stoxx 600, ακολουθούμενη από ανάκαμψη κοντά στα τρέχοντα επίπεδα. Σε αυτό το πλαίσιο, η BofA «γυρίζει» σε «Οverweight» τη στάση της για τις ευρωπαϊκές μετοχές έναντι των παγκόσμιων μετοχών, καθώς βλέπει μέτρια ανοδική πορεία για τον PMI της Ευρωζώνης από το τρέχον χαμηλό ενός έτους. Η ενίσχυση της δυναμικής ανάπτυξης της ζώνης του ευρώ συνεπάγεται ανοδική πορεία για τις ευρωπαϊκές έναντι των παγκόσμιων μετοχών, ιδιαίτερα δεδομένου ότι, μετά την υποαπόδοση 15% από το δεύτερο τρίμηνο, η αγορά έχει αποτιμήσει την περαιτέρω επιδείνωση της πορεία της οικονομίας της περιοχής.
Παράλληλα, τα assets των αναδυόμενων αγορών αντιμετωπίζουν και αυτά βραχυπρόθεσμο κίνδυνο, όπως εκτιμά, ωστόσο και στη συνέχεια αναμένεται βελτίωση: Η αβεβαιότητα σχετικά με την πολιτική των ΗΠΑ είναι πιθανό να οδηγήσει τις αναδυόμενες αγορές χαμηλότερα, αλλά οι επενδυτές μπορεί να βρουν μια ευκαιρία αγοράς μόλις υπάρξει περισσότερη σαφήνεια σχετικά με την εμπορική πολιτική, ειδικά εάν το δολάριο ΗΠΑ κορυφωθεί.
Goldman Sachs: Επιφυλακτικά θετική
Συγκρατημένα υπέρ του ρίσκου δηλώνει η Goldman Sachs για το 2025, λόγω της σταθερής παγκόσμιας ανάπτυξης, της περαιτέρω μείωσης του πληθωρισμού και της συνέχισης των μειώσεων των επιτοκίων. Ωστόσο οι θετικοί άνεμοι είναι λιγότεροι το νέο έτος, καθώς ο πληθωρισμός έχει πλησιάσει τους στόχους των κεντρικών τραπεζών, οι αποτιμήσεις των risk assets είναι αρκετά αυξημένες, η αβεβαιότητα των πολιτικών των ΗΠΑ είναι έντονη, ενώ οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι συνεχίζονται. Σε αυτό το πλαίσιο, τηρεί «Οverweight» στάση για τις αμερικανικές μετοχές και την Ασία και «Underweight» στάση για την Ευρώπη.
Έτσι, η Goldman προβλέπει ότι ο δείκτης S&P 500 θα ανέλθει στις 6.500 μονάδες έως το τέλος του 2025, ενώ προβλέπει θετικές, αλλά χαμηλές αποδόσεις για τον πανευρωπαϊκό δείκτη Stoxx Europe 600. Τα προβλήματα της Ευρώπης είναι γνωστά, όπως τονίζει –χαμηλή οικονομική ανάπτυξη, υψηλή πολιτική αβεβαιότητα και έλλειψη αποφασιστικής πολιτικής απάντησης–, αλλά, παρ’ όλα αυτά, θεωρεί ότι θα συνεχίσουν να επηρεάζουν την απόδοση, ενώ άλλες αγορές προσφέρουν υψηλότερη ανάπτυξη και/ή πιο δυναμική υποστήριξη πολιτικής.
Μετά την εκλογική νίκη του Τραμπ, οι ευρωπαϊκές μετοχές έχουν υποαποδώσει, λόγω των κινδύνων από τους δασμούς, αλλά, εάν τις κοιτάξει κανείς από άλλη οπτική γωνία και σε σύγκριση με τους κυκλικούς δείκτες, οι αποδόσεις ήταν εξαιρετικά ανθεκτικές, σημειώνει η αμερικανική τράπεζα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Goldman έχει υποβαθμίσει ελαφρώς τις τιμές-στόχους για τον Stoxx 600, στις 500, 520 και 530 μονάδες, σε διάστημα 3, 6 και 12 μηνών (από 510 / 530 / 540 μονάδες) αντίστοιχα. Αυτό σημαίνει συνολικές αποδόσεις 9% σε διάστημα 12 μηνών. Όπως προσθέτει, αν και το discount των ευρωπαϊκών μετοχών έναντι των αμερικανικών παραμένει μεγάλο, οι ευρωπαϊκές μετοχές δεν είναι πλέον φθηνές. Πριν από έναν χρόνο ο Stoxx Europe διαπραγματευόταν με 11x P/E, αλλά ένας συνδυασμός θετικής απόδοσης τιμών και μειωμένων εκτιμήσεων EPS σημαίνει ότι το μελλοντικό P/E είναι τώρα 13,2x, κοντά στον μακροπρόθεσμο μέσο όρο. Η Ευρώπη διαπραγματεύεται κοντά στον μέσο όρο στις περισσότερες μετρήσεις – οι εξαιρέσεις είναι η απόδοση ελεύθερων ταμειακών ροών FCF και το risk premium όπου οι μετοχές παραμένουν φθηνές (η υψηλή απόδοση FCF είναι εν μέρει συνάρτηση των χαμηλών επενδύσεων, αναμφισβήτητα ένα κακό σήμα για τη μελλοντική ανάπτυξη).
Σε γενικές γραμμές, για να δουν οι ευρωπαϊκές μετοχές το «φως», απαιτείται περισσότερη εμπιστοσύνη στην ανάπτυξη, τονίζει η Goldman: Τα δεδομένα στην Ευρώπη ήταν αδύναμα, και τα στοιχεία των ερευνών το ίδιο, αλλά, εάν αυτό αρχίσει να αλλάζει, λόγω της πτώσης των επιτοκίων πολιτικής ή/και της ανάκαμψης στον παγκόσμιο κύκλο παραγωγής, αυτό θα βοηθούσε να δούμε τέλος στις υποβαθμίσεις.
UBS: Η άνοδος των μετοχών θα συνεχιστεί
Η UBS εκτιμά πως το 2025 αναμένεται να φέρει περαιτέρω άνοδο για τις χρηματιστηριακές αγορές. Οι ΗΠΑ είναι μια προτιμώμενη αγορά, ενώ η διαφοροποιημένη έκθεση στην Ασία, πλην της Ιαπωνίας, θα μπορούσε να είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος αξιοποίησης της πιθανής ανόδου στην περιοχή, παράλληλα με τη διαχείριση των κινδύνων. Στην Ευρώπη, οι μετοχές μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης της Ευρωζώνης φαίνονται ελκυστικές.
Όπως επισημαίνει, σύμφωνα με πολλές μετρήσεις, οι αγορές βίωσαν μια «ξέφρενη δεκαετία του 2020″ – με πέντε χρόνια ισχυρών επιδόσεων για τους παγκόσμιους δείκτες της αγοράς μετοχών, τεχνολογικές ανακαλύψεις και ισχυρότερη από την αναμενόμενη οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ. Από την αρχή της δεκαετίας του 2020 οι παγκόσμιες αγορές μετοχών έχουν σημειώσει άνοδο κατά 50%, το ονομαστικό ΑΕΠ έχει αυξηθεί κατά 30% και τα εταιρικά κέρδη των ΗΠΑ έχουν σχεδόν διπλασιαστεί. Και όλα αυτά παρά τα πρωτοφανή παγκόσμια περιοριστικά μέτρα, το ξέσπασμα πολέμων στην Ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή και τη μεγαλύτερη αύξηση των επιτοκίων και του πληθωρισμού εδώ και δεκαετίες.
Τo 2025 μια προεδρία του Τραμπ έχει τη δυνατότητα να αναδιαμορφώσει το οικονομικό και γεωπολιτικό τοπίο των ΗΠΑ. Ειδικότερα, οι δασμοί έχουν τη δυνατότητα να διαταράξουν το εμπόριο, να μειώσουν την εγχώρια ζήτηση στις ΗΠΑ και να αυξήσουν τον πληθωρισμό. Ένα δασμολογικό σοκ θα μπορούσε να πυροδοτήσει ένα σενάριο στασιμοπληθωρισμού και καθοδικής πορείας. Ταυτόχρονα, οι διαπραγματεύσεις με τους εμπορικούς εταίρους ή οι εγχώριες νομικές προκλήσεις θα μπορούσαν να μετριάσουν την έκταση και τον αντίκτυπό τους, ενώ οι φορολογικές ελαφρύνσεις και η χαλάρωση του ρυθμιστικού πλαισίου θα μπορούσαν να στηρίξουν μια πιο θετική εξέλιξη της αγοράς. Στο βασικό της σενάριο, η UBS πιστεύει ότι ο δείκτης S&P 500 θα μπορούσε να φτάσει τις 6.600 μονάδες μέχρι το τέλος του 2025, λόγω της σταθερής ανάπτυξης των ΗΠΑ, των χαμηλότερων επιτοκίων και της προόδου που σημειώνει η τεχνητή νοημοσύνη.
Σε άλλες περιοχές, όπως η Ασία, η ανάπτυξη της Κίνας είναι πιθανόν να επιβραδυνθεί, καθώς τα μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης είναι απίθανο να αρκούν για να αντισταθμίσουν πλήρως τον αντίκτυπο των δασμών και των διαρθρωτικών προκλήσεων. Στην Ευρώπη η ανάπτυξη θα είναι πιθανότατα άνιση και υποτονική, αλλά αναμένεται να βελτιωθεί, καθώς η αύξηση των μισθών παραμένει ισχυρή, ενώ τα επιτόκια μειώνονται. Η Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ελβετία αναμένεται να καταγράψουν υπεραπόδοση με ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 1%, σε σύγκριση με μια πιο μέτρια ανάπτυξη, της τάξης του 1%, στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία.
Deutsche Bank: Ο πήχης για υπεραπόδοση το 2025 είναι υψηλός
Τόσο το 2023 όσο και το 2024 ξεπέρασαν τις προσδοκίες από μακροοικονομική άποψη. Εξάλλου, μια δύσκολη οικονομική προσγείωση δεν υλοποιήθηκε ποτέ, σημειώνει η Deutsche Bank. Τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρωζώνη η ανάπτυξη ξεπέρασε τις προσδοκίες της συναίνεσης σε σχέση με την αρχή κάθε έτους. Και οι αγορές είχαν πολύ υψηλές επιδόσεις ως αποτέλεσμα, με τις μετοχές να ανεβαίνουν, τα πιστωτικά spreads να μειώνονται και την ευρύτερη μεταβλητότητα να είναι υποτονική.
Αλλά, κατά την Deutsche Bank, μια σημαντική συνέπεια είναι ότι το 2023 και το 2024 ανέβασαν τον πήχη για άλλη μία υπεραπόδοση το 2025. Άλλωστε, οι φόβοι για μια σκληρή προσγείωση έχουν υποχωρήσει και οι προσδοκίες για την ανάπτυξη στις ΗΠΑ και τη ζώνη του ευρώ είναι ισχυρότερες από ό,τι ήταν σε αυτό το σημείο πριν από το 2023 ή το 2024.
Επιπλέον, οι αγορές τιμολογούν ορισμένα αρκετά ευνοϊκά αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένων περαιτέρω μειώσεων επιτοκίων από τη Fed και την ΕΚΤ. Καθώς οι μειώσεις των επιτοκίων έχουν ήδη ξεκινήσει σε πολλά μέρη, πλησιάζουμε σε ένα σημείο στο οποίο οι κεντρικές τράπεζες θεωρούν ότι η πολιτική είναι «ουδέτερη». Τώρα, φυσικά, είναι πιθανό ότι οι αγορές θα τιμολογήσουν ακόμα πιο γρήγορες μειώσεις επιτοκίων, αλλά, όταν αυτό συνέβη στο παρελθόν, ήταν, συχνά, για κάποιον «κακό» λόγο. Πράγματι, όπως σημειώνει η D.B., στο αποκορύφωμα της καλοκαιρινής αναταραχής της αγοράς, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης τιμολόγησαν κάποιες πιθανότητες συνεχόμενων περικοπών επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης από τη Fed. Δεδομένων όμως των ανησυχιών για τις προοπτικές ανάπτυξης, αυτό συνοδεύτηκε από μια σημαντική πτώση στις μετοχές, όχι με ένα ράλι.
Παράλληλα, είναι σαφές ότι οι αγορές αναμένουν τώρα ότι ο πληθωρισμός θα είναι σε γενικές γραμμές στον στόχο τα επόμενα χρόνια. Έτσι, οποιαδήποτε επανάληψη του επίμονου πληθωρισμού του τύπου της δεκαετίας του 1970 δεν τιμολογείται από την αγορά αυτή τη στιγμή, ακόμα κι αν η προοπτική των δασμών ή των περικοπών των συντελεστών παρουσιάζει μερικούς ανοδικούς κινδύνους στο μέλλον. Eπομένως, η διατήρηση του πληθωρισμού σε γενικές γραμμές γύρω από τον στόχο δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί ως σημαντική θετική έκπληξη, δεδομένου ότι οι μειώσεις των επιτοκίων έχουν ήδη τιμολογηθεί.
Τέλος, το ισχυρό ράλι των τελευταίων δύο ετών σημαίνει ότι οι αποτιμήσεις των μετοχών είναι πολύ πιο «τεντωμένες» τώρα και τα περαιτέρω περιθώρια ανόδου είναι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, περιορισμένα. Ο S&P 500 κατέγραψε το 2024 άνοδο άνω του 20% για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, μόλις την έκτη φορά που πετυχαίνει κάτι τέτοιο από τη δεκαετία του 1870, οπότε είναι εξαιρετικά δύσκολο να επαναληφθεί.
Capital Economics: Bearish για τις μετοχές εκτός ΗΠΑ
Αισιόδοξη εμφανίζεται η Capital Economics μόνο για τις μετοχές των ΗΠΑ το 2025, καθώς, κατά τα άλλα, δηλώνει bearish, ειδικά για την Ευρωζώνη.
Όπως σημειώνει, το ράλι των αμερικανικών μετοχών μετά τις εκλογές είχε ως αποτέλεσμα ο S&P 500 να βρίσκεται κοντά στην πρόβλεψη της Capital Economics για το τέλος του 2024 και τις 6.000 μονάδες. Από τη μία πλευρά, πιστεύει ότι οι πολιτικές του Τραμπ θα είναι αρνητικές για την ανάπτυξη και αμφιβάλλει ότι θα μπορέσει να επιτύχει ακόμα έναν γύρο φορολογικών περικοπών για τις εταιρείες. Αλλά, από την άλλη πλευρά, δεν περιμένει να βυθιστεί η οικονομία των ΗΠΑ ή οι πολιτικές του Τραμπ να μειώσουν τον ενθουσιασμό για την τεχνητή νοημοσύνη. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο οίκος συνεχίζει να περιμένει ότι η AI θα τραβήξει το Χρηματιστήριο των ΗΠΑ υψηλότερα, και έτσι διατηρεί την πρόβλεψή της για τον S&P 500 στις 7.000 μονάδες έως το τέλος του 2025.
Σε άλλες περιοχές, ωστόσο, οι προοπτικές για τις μετοχές έχουν επιδεινωθεί, κατά την άποψη της Capital Economics. Ο κύριος λόγος είναι ότι αναμένει από την κυβέρνηση του Τραμπ να επιβάλει καθολικούς δασμούς στα εισαγόμενα αγαθά, γεγονός που θα επιβαρύνει τις μετοχές εκτός ΗΠΑ. Εξάλλου, οι μετοχές υποχώρησαν από τα τέλη Ιανουαρίου 2018, όταν ο Τραμπ ξεκίνησε έναν εμπορικό πόλεμο κατά την πρώτη του θητεία. Το Χρηματιστήριο των ΗΠΑ ήταν ένα από τα λίγα που ανέκαμψαν μέχρι τον Οκτώβριο του ίδιου έτους – στη συνέχεια υποχώρησε, αλλά αυτό οφειλόταν στις ανησυχίες ότι η πολιτική της Fed έγινε πολύ αυστηρή.
Κατά τον οίκο, οι μετοχές της Ευρωζώνης θα δυσκολευτούν πολύ τη νέα χρονιά. Οι εταιρείες στη Γερμανία θα μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα ευάλωτες σε έναν εμπορικό πόλεμο, δεδομένων των ισχυρών εμπορικών δεσμών της χώρας με την Κίνα και του μεγάλου εμπορικού πλεονάσματος με τις ΗΠΑ. Εν τω μεταξύ, το Χρηματιστήριο της Γαλλίας έχει μεγάλη κλίση προς τον κλάδο ειδών πολυτελείας, ο οποίος έχει πληγεί έντονα από τις ανησυχίες για την ανάπτυξη στην Κίνα. «Με τη Γαλλία και τη Γερμανία να αντιπροσωπεύουν περίπου το 60% του δείκτη MSCI της Ευρωζώνης, αναμένουμε κακές επιδόσεις από την περιοχή συνολικά», τονίζει η Capital Economics.
Πηγή: capital
Σχετικά άρθρα
- Unique Post
Δημοσίευση από AutoPolis, Βρίσκεται στις κατηγορίες Διάφορες ειδήσεις