«Καιρός» της Τζέννυ Έρπενμπεκ: Το τέλος μιας σχέσης, το τέλος μιας χώρας
12/08/2024 - 09:07
Στο πρώτο μόλις κεφάλαιο του Καιρού, οι δύο πρωταγωνιστές κάνουν για πρώτη φορά έρωτα, μερικές μόλις ώρες αφού έχουν γνωριστεί σε ένα λεωφορείο στο ανατολικό Βερολίνο. Η πράξη τους αυτή περιγράφεται από την Έρπενμπεκ με τρόπο σχεδόν συμφωνικό: σαν στίξη-αντίστιξη. Όσο τα κορμιά τους συνενώνονται, τα χέρια τους ψαχουλεύουν ο ένας τον άλλον αχόρταγα, η Έρπενμπεκ ταυτόχρονα περιγράφει τη μουσική που εξακολουθεί να παίζει το στερεοφωνικό στο σαλόνι, τη μουσική που είχαν βάλει προτού σπεύσουν παθιασμένα προς την κρεβατοκάμαρα, και η οποία δεν είναι άλλη από το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ.
Παράλληλα λοιπόν με την ερωτική πράξη, η Έρπενμπεκ περιγράφει τόσο τη σταδιακή μουσική κλιμάκωση, τη χρήση ορχήστρας και χορωδίας, όσο και το λυρικό περιεχόμενο, ιδιαίτερα το περίφημο Dies irae που είναι γραμμένο και απαγγέλλεται στα λατινικά και έχει να κάνει με την ημέρα της κρίσεως, τη συγχώρεση ή μη των αμαρτιών, το ηθικό πρόσημο της ίδιας της ζωής ενώπιον του θανάτου. Συνεπώς η ίδια η ερωτική πράξη, και μάλιστα η πρώτη τους φορά, μια πράξη ταυτισμένη με την ίδια τη ζωή, ενορχηστρώνεται με υπόβαθρο μια σύνθεση για τον θάνατο αλλά και μια απολογία ενώπιον της κρίσης του Θεού. Όταν και οι δύο ξαπλώνουν ανάσκελα βαριανασαίνοντας εξαντλημένοι, τότε και η βελόνα του πικάπ έχει σηκωθεί αφού το ρέκβιεμ έχει τελειώσει. Η Έρπενμπεκ κλείνει το κεφάλαιο ως εξής:
«Όταν στη θέση των αναστεναγμών και των θρήνων επέρχεται σιγή, τα δύο σώματα κείτονται απλωμένα στο σκοτάδι το ένα δίπλα στο άλλο. Ποτέ ξανά δεν θα είναι όπως σήμερα, σκέφτεται ο Χανς. Έτσι θα είναι τώρα για πάντα, σκέφτεται η Καταρίνα…»
Είναι μια σκηνή υποδειγματική. Είναι όμως και μία σκηνή που μας καθιστά σαφές το ότι η Έρπενμπεκ διατηρεί πάντα τον έλεγχο. Όλα είναι υπολογισμένα, κάθε πρόταση, κάθε αντιστοίχιση και αντιδιαστολή, είναι προσεκτικά μελετημένα. Αυτό αποδεικνύει μία εκτελεστική δεινότητα βιρτουόζου, μία δεξιοτεχνική αντίληψη αφηγηματικού ρυθμού και γλώσσας.
Έτσι λοιπόν, η σχέση αυτή μεταξύ της Καταρίνα, μιας δεκαεννιάχρονης φοιτήτριας, και του Χανς, ενός πενηντατριάχρονου παντρεμένου συγγραφέα στο ανατολικό Βερολίνο, αποδίδεται εξ’ αρχής ως καταδικασμένη. Το μυθιστόρημα ανοίγει τριάντα χρόνια μετά τα γεγονότα που περιγράφονται, με την Καταρίνα να μαθαίνει για τον θάνατο του Χανς. Αυτό την ωθεί στο να βρει στην αποθήκη της δύο μεγάλες κούτες με «τεκμήρια» εκείνης της εποχής, φωτογραφίες, ηχογραφήσεις, επιστολές που αποτελούν το απόσταγμα των αναμνήσεων αυτής της σχέσης.
Με την ίδια τεχνική της στίξης και αντίστιξης, της αντιπαράθεσης των δύο οπτικών γωνιών των δύο εραστών (αν και εκείνη της Καταρίνα θεωρώ ότι υπερισχύει ξεκάθαρα), η Έρπενμπεκ μας ξετυλίγει την ιστορία μίας έντονης σχέσης που εφάπτεται με τα χρόνια της παρακμής και της κατάρρευσης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, δηλαδή από το 1986 και την πρώτη τους συνάντηση στο λεωφορείο, και το 1992, όταν πλέον η ΛΔΓ αφομοιώνεται στη νέα Γερμανία. Είναι λοιπόν σαφές ότι η ίδια η διάρθρωση και δυναμική αυτής της σχέσης αντανακλά ως ένα βαθμό την πολιτική κατάσταση στην ανατολική Γερμανία, ενδεχομένως και στο ευρύτερο ανατολικό μπλοκ. Αλλά εδώ προκύπτει το εξής ερώτημα: σε μία σχέση έχουμε δύο εραστές, αυτές είναι οι δύο πλευρές που αντιπαραβάλλονται. Σε μία χώρα ή σε ένα σύστημα διακυβέρνησης ποιες είναι οι δύο πλευρές σε αυτή την αναλογία, ιδιαίτερα αν η Έρπενμπεκ όντως χρησιμοποιεί την ερωτική σχέση σαν μεταφορά για την ίδια την ανατολική Γερμανία και αντίστροφα; Η απάντηση που μπορώ να δώσω είναι η σχέση μεταξύ πολίτη και κράτους.
Αυτό εξηγεί σε σημαντικό βαθμό το ότι η σχέση Καταρίνα – Χανς αρχίζει σταδιακά να αποκτά χαρακτηριστικά ψυχολογικής κακοποίησης και σεξουαλικού σαδομαζοχισμού. Είναι μια σχέση χωρίς την απαραίτητη ισορροπία, κάτι που ακούγεται φυσιολογικό αν αναλογιστεί κάποιος τη διαφορά ηλικίας, βιωμάτων και οικογενειακής κατάστασης ανάμεσά τους. Αυτό οδηγεί με τη σειρά του σε μια διαρκή εναλλαγή εξουσίας στην ίδια τη σχέση, αφού για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους, μία ο ένας και μία ο άλλος αποκτούν το πάνω χέρι, όμως εν τέλει και οι δύο είναι αλληλεξαρτώμενοι. Η διαφορά ηλικίας και υποβάθρου επίσης ναρκοθετεί αυτή τη σχέση με μία έντονη καχυποψία, ιδίως από την πλευρά του Χανς. Μπορεί εύκολα κάποιος να αντιπαραθέσει αυτή την καχυποψία με την ίδια την καχύποπτη στάση του κράτους έναντι στους πολίτες της ΛΔΓ. Γι’ αυτό τον σκοπό το κράτος χρησιμοποίησε ως βραχίονα τη Στάζι, η οποία είχε στρατολογήσει δεκάδες χιλιάδες πολίτες προκειμένου να κατασκοπεύουν ο ένας τον άλλον, συμπληρώνοντας εκατομμύρια σελίδες αναφορών, κάτι του οποίου το πλήρες εύρος αποκαλύφθηκε μετά τη δημοσιοποίηση των αρχείων.
Όμως το μυθιστόρημα δεν εξαντλείται στη δομή της σχέσης μεταξύ Καταρίνα και Χανς. Το κείμενο βρίθει διακειμενικών, καλλιτεχνικών, μουσικών, πολιτικών και ιστορικών αναφορών και αποτυπώνει με ιδιαίτερα πειστικό τρόπο το πώς ένιωθε κάποιος βλέποντας τον ίδιο του τον τρόπο ζωής και τα ιδανικά με τα οποία μεγάλωσε να αλλοιώνονται και εν τέλει να διαλύονται ολοσχερώς. Ποιο είναι το λεπτό όριο ανάμεσα στα όνειρα και στις αυταπάτες; Ανάμεσα στον θύτη και στο θύμα;
Η ίδια η Έρπενμπεκ έχει προβάλλει στην Καταρίνα ορισμένα από τα δικά της βιογραφικά στοιχεία και άρα εξηγεί καθηλωτικά το πώς αφομοιώνονται κοσμογονικές αλλαγές που επηρεάζουν ριζικά την ψυχοσύνθεσή σου. Αλλά και για τον Χανς έχει πλάσει ένα ολοκληρωμένο ψυχολογικό προφίλ, έχοντας συνδέσει ιδιαίτερα τον ζήλο του για τα σοσιαλιστικά ιδανικά με την εμπειρία του ως μικρού παιδιού στη χιτλερική νεολαία, το πώς δηλαδή σύμβολα και ολοκληρωτικά συστήματα πειθαρχίας περιπλέκονται στο υποσυνείδητό του με ιδεώδη και ενοχές. Το αποτέλεσμα είναι ένας υποβόσκων φετιχισμός.
Βέβαια, το μυθιστόρημα της Έρπενμπεκ δεν στερείται περιορισμών και ελαττωμάτων. Η επανάληψη μοτίβων μπορεί μεν να τονίζει την εμμονική φύση μιας δυσλειτουργικής σχέσης, όμως δημιουργεί την αίσθηση στασιμότητας, ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, όπου ο αναγνώστης αρχίζει σταδιακά να νιώθει ότι έχει χαθεί σε μία αέναη λούπα. Επιπρόσθετα, η Έρπενμπεκ κατά τη γνώμη μου πάσχει από την «ασθένεια» ορισμένων κεντροευρωπαίων διανοούμενων, οι οποίοι ακολούθησαν τη συνταγή Κούντερα σε βαθμό που φλέρταρε με την παρωδία. Συγγραφείς όπως ο Ίμρε Κέρτες για παράδειγμα, όπου με την επίφαση μιας σύγχρονης ενδοσκόπησης απλά προσέθεταν σεξ, αναρίθμητες πολιτιστικές αναφορές και μπόλικη αμπελοφιλοσοφία με τελικό αποτέλεσμα ένα κρεσέντο δήθεν διανοουμενίστικης σοβαροφάνειας. Δεν ισχυρίζομαι σε καμία περίπτωση ότι αυτό το είδος γραφής έχει επισκιάσει το αναμφίβολα σημαντικό επίτευγμα της Έρπενμπεκ στον Καιρό, απλά το ότι ενίοτε φλερτάρει με αυτή την παράδοση «φρενάρει» σε ορισμένα κεφάλαια το μυθιστόρημα και τον ρυθμό του.
Όμως είναι σαφές ότι η Γερμανίδα συγγραφέας αποτελεί ένα τεράστιο κεφάλαιο για τη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Ο Καιρός θαμπώνει με την υφολογική δεξιοτεχνία της, με την ανεπτυγμένη της ευαισθησία, τη σφαιρική της γνώση. Άσε που επειδή αυτού του είδους η γραφή έχει αποδειχθεί αρκετά δημοφιλής στη σουηδική ακαδημία, ίσως να πρέπει να προετοιμάζεται για μια «βόλτα» στη Στοκχόλμη…
Πηγή: elculture
Σχετικά άρθρα
- Unique Post
Δημοσίευση από AutoPolis, Βρίσκεται στις κατηγορίες Πολιτισμός και Ψυχαγωγία