Η Γαλλία στο κατώφλι της κρίσης
04/12/2024 - 05:24
Του Lionel Laurent
Όταν ο 73χρονος κεντροδεξιός πολιτικός Μισέλ Μπαρνιέ διορίστηκε πρωθυπουργός της Γαλλίας τον Σεπτέμβριο, λίγοι περίμεναν ότι ο άνθρωπος που κράτησε ενωμένη την Ευρωπαϊκή Ένωση στην εποχή του Brexit θα αποχωρούσε πριν από τα Χριστούγεννα.
Ωστόσο, αυτό το ενδεχόμενο φαίνεται τώρα πιθανό. Η υπόσχεση της ηγέτιδας της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν να ανατρέψει την κυβέρνησή του εξαιτίας ενός προϋπολογισμού λιτότητας που γίνεται όλο και πιο αντιδημοφιλής στους ψηφοφόρους αποδεικνύεται ότι δεν ήταν απλά μια απειλή. Παρά τις παραχωρήσεις στις οποίες προχώρησε ο Μπαρνιέ – αξίας δισεκατομμυρίων ευρώ, από τους φόρους στην ηλεκτρική ενέργεια έως τις περικοπές στις αποζημιώσεις των φαρμάκων, η Λεπέν απασφάλισε και τώρα δηλώνει ότι θα υποστηρίξει μια πρόταση δυσπιστίας λόγω των «κόκκινων γραμμών» της κατά της λιτότητας. Αυτές οι κόκκινες γραμμές θα παραλύσουν πιθανότατα όποια κυβέρνηση έρθει στη συνέχεια. «Καμία γαλλική κυβέρνηση δεν θα απολαμβάνει κανένα περιθώριο πολιτικής δράσης μέχρι τουλάχιστον το φθινόπωρο του επόμενου έτους», προειδοποίησαν οικονομολόγοι της Citigroup Inc. την περασμένη εβδομάδα.
Πρόκειται για μια πρωτοφανή και σαφώς δυσάρεστη κατάσταση για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ. Αν δεν συμβεί κάποιο χριστουγεννιάτικο θαύμα, όπως μια αλλαγή στάσης στο ανοιχτά αντι-Μπαρνιέ αριστερό μπλοκ, η Γαλλία αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να υποδεχτεί το νέο έτος χωρίς εγκεκριμένο προϋπολογισμό ή λειτουργική κυβέρνηση. Ενώ ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν διαθέτει θεσμικούς μηχανισμούς για να περιορίσει το χάος – όπως μια αναδιάταξη του προϋπολογισμού του προηγούμενου έτους και έναν νέο ή προσωρινό πρωθυπουργό – η πίεση στις χρηματοπιστωτικές αγορές θα αυξηθεί, καθώς το πολιτικό αδιέξοδο θα προστίθεται σε ένα υψηλό χρέος και έλλειμμα. Ενώ ορισμένοι θα πανηγυρίζουν αθόρυβα για την αναστολή των προγραμματισμένων μέτρων περικοπής δαπανών, όπως οι συνταξιούχοι, το Bloomberg Economics εκτιμά ότι αν δεν γίνουν δημοσιονομικές προσαρμογές, το επίπεδο του χρέους θα μπορούσε να εκτοξευθεί και να ξεπεράσει το 120% του ΑΕΠ έως το 2027 από περίπου 112%.
Για να είμαστε σαφείς, η Γαλλία δεν βρίσκεται στα πρόθυρα μιας κρίσης αλά ελληνικά ή στην κατάσταση που βρισκόταν η Ιταλία στην εποχή του Κινήματος Πέντε Αστέρων – διαθέτει ισχυρούς θεσμούς, την υποστήριξη των ευρωπαίων εταίρων και εκτιμώμενο εθνικό πλούτο ύψους 20,1 τρισεκατομμυρίων ευρώ (21 τρισ. δολάρια), ή 686% του ΑΕΠ, όπως επισημάνθηκε την περασμένη εβδομάδα από αναλυτές της S&P. Η πορεία νομισματικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πιθανότατα να περιορίσει την πίεση. Ωστόσο, το επίπεδο αβεβαιότητας είναι υψηλό και το ίδιο ισχύει και για τις επιπτώσεις στην οικονομία, όπως φαίνεται από την αύξηση της διαφοράς μεταξύ των αποδόσεων των γαλλικών και των γερμανικών ομολόγων και το δημόσιο χρέος ύψους 350 δισ. ευρώ που λήγει το επόμενο έτος. Η επιδείνωση της εμπιστοσύνης στις αγορές μπορεί να καθυστερήσει τις επενδυτικές αποφάσεις, να αυξήσει το κόστος για τους δανειολήπτες και να συμπιέσει την ανάπτυξη για όλους.
Υπάρχει σαφώς μια αποτυχία της γαλλικής ελίτ να αναγνωρίσει τη μη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, η οποία θεωρητικά θα απαιτούσε την εξοικονόμηση 110 δισ. ευρώ μέχρι 2027, στο τέλος της δεύτερης θητείας του Μακρόν. Η λέξη «κρίση», αν και χρησιμοποιείται συχνά, πάντα φαινόταν αρκετά επιτελεστική – μέχρι τώρα. Σε όλο το πολιτικό φάσμα από την Αριστερά μέχρι τη Δεξιά, τα κόμματα – κανένα από τα οποία δεν εξασφαλίζει από μόνο του μια λειτουργική πλειοψηφία – απέτυχαν να συνεργαστούν μετά τις πρόωρες εκλογές του καλοκαιριού, προτιμώντας αντ” αυτού να ροκανίσουν τον προϋπολογισμό του Μπαρνιέ για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Τα ακροδεξιά και τα αριστερά κόμματα ζητούν ακόμη και την αναίρεση των μεταρρυθμίσεων για τις συντάξεις, σε μια χώρα όπου η χρηματοδότηση των συντάξεων αντιστοιχεί στο 14% του ΑΕΠ. Ο Μπαρνιέ, παρά τη μακρά εμπειρία του στο Brexit, φαίνεται ότι υπερεκτίμησε την αδυναμία του.
Και έπειτα, υπάρχει η Λεπέν, η οποία δείχνει μια νέα επικίνδυνη προθυμία να εγκαταλείψει τη στρατηγική κανονικοποίησης του κόμματός της – με κίνδυνο να χάσει τους δικούς της ψηφοφόρους στο επακόλουθο χάος. Φαίνεται να έχει υπολογίσει ότι η όποια κρίση θα χρησιμεύσει τελικά για να επισπεύσει την αποχώρηση του Μακρόν και να βοηθήσει τις πιθανότητες εκλογής της εν όψει μιας δικαστικής απόφασης σχετικά με τη φερόμενη υπεξαίρεση κονδυλίων της ΕΕ, που μπορεί να είναι εξαιρετικά επιζήμια για την ίδια. Η Catherine Fieschi, συγγραφέας του βιβλίου Populocracy, μου λέει ότι «η αναταραχή έχει γίνει το σήμα κατατεθέν της». Η επιτυχία δεν είναι εγγυημένη: Η εμπιστοσύνη στα πολιτικά κόμματα έχει μειωθεί στο 14% από 18% τα τελευταία δύο χρόνια, σύμφωνα με δημοσκόπηση της Ipsos που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα, αν και το κόμμα Εθνικός Συναγερμός της Λεπέν έχει την υψηλότερη υποστήριξη ανάμεσα στα μεγάλα κόμματα, στο 37%.
Οι ηγέτες της Βρετανίας στην εποχή του Brexit συνήθιζαν να λένε, με λίγη πειθώ και ακόμα λιγότερη ακρίβεια, »καμία συμφωνία είναι καλύτερη από μια κακή συμφωνία». Ένα παρόμοιο συναίσθημα φαίνεται να κυριαρχεί και στη Γαλλία: Καλύτερα κανένας προϋπολογισμός, παρά ένας κακός προϋπολογισμός. Πρόκειται για μια λανθασμένη άποψη. Αν υπάρχει κάποια ευκαιρία για να αποφύγουμε την κατρακύλα στο άγνωστο για μια κόκκινη γραμμή της Λεπέν αξίας περίπου 3 δισ. ευρώ, πρέπει να την αδράξουμε. Σε αντίθετη περίπτωση, η μόνη αισιόδοξη προοπτική σε αυτό που θα ακολουθήσει είναι η πιθανότητα να συνειδητοποιήσουμε την πραγματικότητα.
Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου
Πηγή: capital
Σχετικά άρθρα
- Unique Post
Δημοσίευση από AutoPolis, Βρίσκεται στις κατηγορίες Διάφορες ειδήσεις