Δέκα για το Είκοσι Τέσσερα: Απ’ το δέκα ως το ένα οι αγαπημένες ταινίες της χρονιάς από τον old boy



29/12/2024 - 09:56

Φτάσαμε αισίως τα δεκαπέντε χρόνια τοπ τεν (2010, 2011, 2012, 2013, 2014, 2015, 2016, 2017, 2018, 2019, 2020, 2021, 2022, 2023). Απ’ το δέκα ως το ένα λοιπόν, οι αγαπημένες ταινίες της στήλης, με πεδίο αναφοράς ταινίες που πρωτοπροβλήθηκαν εμπορικά στην Ελλάδα από Γενάρη μέχρι και Δεκέμβρη του 2024.

ΠΑΡΘΕΝΟΠΗ 

Eίναι εξαιρετικά αμφίβολο αν ο Πάολο Σορεντίνο διηγείται εδώ μια ιστορία με ζουμί, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν ο Πάολο Σορεντίνο μας προσφέρει εδώ ένα ταξίδι της ηρωίδας του στη ζωή που μπορεί να χαρακτηριστεί τόσο αξιοσημείωτο και ξεχωριστό. Αλλά τελικά δεν έχει σημασία. Γιατί ο τρόπος που σκηνοθετεί μια αρχαία πόλη και μια νέα γυναίκα, είναι ο ορισμός της σαγήνης. Ξελογιάζεται και μας προσφέρει ξελογιαστικές εικόνες ακαταμάχητης ομορφιάς. Η Παρθενόπη θα συναντήσει μια σειρά από άντρες που εκπροσωπούν μορφές εξουσίας (έναν πλούσιο πλέι μπόι, έναν μαφιόζο, έναν επίσκοπο, έναν συγγραφέα, έναν καθηγητή πανεπιστημίου), θα συναντήσει γυναίκες που εκπροσωπούν μορφές εξουσίας (όπως η διάσημη σταρ του σινεμά), θα βρει τελικά τον δρόμο της, αλλά δεν έχει ο δρόμος σημασία. Το βλέμμα του Σορεντίνο έχει. Όλη αυτή η εκθαμβωτική κινηματογραφική ομορφιά. 

alt

Πέντε έφηβοι που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, φεύγουν απ’ το Μεντεγίν για να ταξιδέψουν στην άλλη άκρη της Κολομβίας, όπου η γιαγιά του ενός του έχει αφήσει ένα χαμόσπιτο. Διασχίζοντας την κολομβιανή ενδοχώρα θα δουν και θα δούμε φυσικά τοπία που κόβουν την ανάσα. Αλλά τελικά όλα αυτά τα φυσικά τοπία κάπου ανήκουν, κάποιοι τα εκμεταλλεύονται, κάποιους κάνουν πλούσιους, με τη βία να πηγαίνει χέρι χέρι με την εκμετάλλευση. Αν θα είναι έμπορος ναρκωτικών, αν θα είναι ακροδεξιός παραστρατιωτικός, αν θα είναι μεγαλογαιοκτήμονας ή ιδιοκτήτης εταιριών που καταπίνει το δάσος με εξορύξεις ψάχνοντας χρυσό, πάντως θα υπάρχει πάντα ένας patron, ένα αφεντικό, θα υπάρχει μια δομή, ένας στρατός, μια οργανωμένη εκμετάλλευση. Και οι πέντε έφηβοι είναι στο τελευταίο κρίκο της τροφικής αλυσίδας. Αξίζει να ψάξετε και να δείτε την ταινία της Λάουρα Μόρα, είναι μια εμπειρία που δύσκολα ξεχνάς μετά. 

alt

ΚΟΝΚΛΑΒΙΟ

Στο «Κονκλάβιο» δεν ξέρεις τι να πρωτοθαυμάσεις: τη σκηνοθεσία, το σενάριο ή τις ερμηνείες. Ας σκεφτούμε με στερεότυπα κι ας πιστώσουμε στη γερμανικότητα του Έντουαρντ Μπέργκερ, ότι τελικά το Κονκλάβιο είναι ένα θαύμα ακρίβειας, συντονισμού κι ενορχήστρωσης, όπου όλα τα κομμάτια είναι τοποθετημένα σωστά, απολύτως τίποτα δεν περισσεύει, αλλά και τίποτα δεν μοιάζει να λείπει. Κι όλο αυτό όχι για να παραχθεί ένα μηχάνημα που δουλεύει ρολόι, αλλά ένα καλλιτεχνικό έργο με προσωπική ματιά και πολιτικό στίγμα. Δεν είναι ότι δεν μπορείς να έχεις ενστάσεις για τον τρόπο που παρουσιάζει τα πράγματα στο Βατικανό και έντονες υποψίες για το κατά πόσο η πραγματικότητα είναι πολύ περισσότερο κυνική και βρώμικη, από την άλλη σαφώς και δεν μπορείς να του αρνηθείς την πολυσημία του και την ανοικτότητά του σε ερμηνείες και προσεγγίσεις. Δυστυχώς δεν υπάρχει τρόπος, χωρίς να κάνεις το πιο μεγάλο σπόιλερ, να μιλήσεις για το φινάλε του και τα θέματα που βάζει, να το συγκρίνεις με άλλες πρόσφατες ταινίες που έκαναν μεγάλο ντόρο και να πεις -συμφωνείς ή διαφωνείς- πόσο πιο καίρια, ουσιαστικά και οργανικά τα βάζει. Οι ηθοποιοί είναι ένας κι ένας, αλλά ο Ρέιφ Φάινς δίπλα στον Στάνλεϊ Τούτσι είναι σαν δείχνουν και οι δύο με τον τρόπο τους, πόσο κορυφαίοι είναι ο καθένας στο μέγεθος του και στον χώρο που καταλάμβαναν και καταλαμβάνουν μπροστά στις κάμερες, ο Φάινς πόσο τεράστιος πρωταγωνιστής κι ο Τούτσι πόσο ξεχωριστός δευτεραγωνιστής.

alt
(L to R) Ralph Fiennes as Cardinal Lawrence and Stanley Tucci as Cardinal Bellini in director Edward Berger’s CONCLAVE, a Focus Features release. Credit: Courtesy of Focus Features. © 2024 All Rights Reserved.

O Nτενί Βιλνέβ ξέρει να κατασκευάζει κόσμους όπως κανείς. Συνολικά το σινεμά του, αλλά και ειδικότερα τα δύο πρώτα μέρη της τριλογίας του “Dune”, είναι ένα θαύμα αισθητικής, ατμόσφαιρας, εικονοποιίας. Εδώ ο Πολ Ατρείδης αποδέχεται τελικά το αναπόφευκτο, κι όσο κι αν είχε προσπαθήσει να του αντισταθεί, μπαίνει επιτέλους στον ρόλο του μεσσία. Οι μεσσίες εξ ορισμού βλέπουν τον κόσμο μανιχαϊστικά, πιστεύουν τόσο έντονα στο σκοπό τους που συχνά είναι διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα και να προκαλέσουν εκατόμβες θυμάτων, ακριβώς γιατί ο σκοπός είναι ιερός. Αυτή είναι η μια οπτική των πραγμάτων. Μια άλλη είναι εκείνη των Μπένε Τζέσεριτ, των γυναικών που κινούν τα νήματα των αυτοκρατόρων, των οίκων και των λαών: “Τhere are no sides”. Τι μου λες ποιανού το μέρος πήρα και αν πήρα το σωστό ή το λάθος; Ακόμα δεν το έχεις καταλάβει; Δεν υπάρχουν μέρη. Οι αντιμαχόμενες πλευρές υπάρχουν για να μπορεί να υπάρχει το διακύβευμα και η σύγκρουση. Και οι συγκρούσεις υπάρχουν για να μπορούμε να τις χειριζόμαστε εμείς προς όφελός μας. 

alt

Η Κοραλί Φαρζά δεν φοβάται να σοκάρει τους θεατές, αντιθέτως το επιδιώκει, αλλά το σοκ της εικονοποιεί έναν σάρκινο εφιάλτη, γυναικείο αλλά και πανανθρώπινο, διαχρονικής αποσύνθεσης και επικαιροποιημένης παραμόρφωσης, τον εφιάλτη της τερατογένεσης που είναι τα γηρατειά, εκεί που το πρόσωπό σου, το σώμα σου, τα βυζιά σου έχουν καταληφθεί από δυνάμεις στις οποίες όσο και να προσπαθείς να αντισταθείς είναι πια πάρα πολύ αργά. H Nτέμι Μουρ θα κοιταχτεί στον καθρέφτη ξανά και ξανά. Δυο απ’ αυτές τις φορές θα κλονιστούμε άσχημα. Την πρώτη ετοιμάζεται να βγει ραντεβού. Και δεν της αρέσει αυτό που βλέπει. Τη δεύτερη ένα σκουλαρίκι στο αυτί, ένα ψαλίδι για την μπούκλα, ένα φιλάρεσκο βλέμμα. Κρόνενμπεργκ, Λιντς, Κιούμπρικ, Βερχόφεν, Ντε Πάλμα κι ένα σωρό άλλοι, κι η Κοραλί Φαρζά βρίσκει μια ουσία, αναμιγνύει το DNA τους και μέσα από τα σώματά τους γεννάει την ταινία της, μια ταινία με αναμφισβήτητο όραμα, με αναμφισβήτητη εικαστική δύναμη και με έναν πυρήνα αυθεντικού υπαρξιακού άγχους που μεταδίδει ιδιαίτερα αποτελεσματικά. 

alt

Τρεις δεκαοχτάχρονοι πολλά υποσχόμενοι τενίστες, δυο αγόρια και μια κοπέλα. «Οι Αντίπαλοι» εξελίσσονται με διαρκή μπρος – πίσω στον χρόνο, ξεκινούν και τελειώνουν δεκατρία χρόνια αργότερα, όταν οι τρεις τους είναι στα τριάντα ένα τους και οι δρόμοι τους θα ξανασυναντηθούν. Τρία ζεύγη σχέσεων και ένα συνολικό πλέγμα σχέσεων των τριών τους, όπου σε κάθε στάση του χρόνου υπάρχουν μεταξύ τους διαφορετικές εντάσεις και διαφορετικές δυναμικές, όπου σε κάθε στάση του χρόνου αλλάζει η φύση της σχέσης του ενός απέναντι στον άλλο, η οποία μάλιστα εξαρτάται σε καθοριστικό βαθμό κι από τη σχέση τους με το τένις, από την πορεία τους προς την κορυφή. Ή από την κορυφή και προς τα κάτω. Στους «Αντιπάλους» έχουμε έναν πολύ ευτυχή γάμο της σκηνοθετικής με τη σεναριακή ματιά, ο Γκουαντανίνο παίρνει ένα πολύ γόνιμο και πλούσιο σενάριο του Τζάστιν Κούριτζκις και το αναδεικνύει στο φουλ, κι όπως εκείνο δεν χωρά στα στενά όρια ενός συγκεκριμένου genre, έτσι κι η σκηνοθεσία αποφασίζει να παίξει με τα κινηματογραφικά είδη, αποφασίζει να παίξει με το σεναριακό υλικό της, αποφασίζει να παίξει και μαζί να το γιορτάσει, η μουσική των Τρεντ Ρέζνορ και Άτικους Ρος γίνεται ο τρίτος συνεργός – συμπαίκτης, ο τρόπος χρησιμοποίησής της, το πώς μπαίνει και βγαίνει στις σκηνές είναι μέρος της γλώσσας της ταινίας. Ο Γκουαντανίνο το διασκεδάζει, το απολαμβάνει, σκηνοθετεί ηδονικά και ηδονοβλεπτικά, πομπωδώς αλλά και μαζί παιχνιδιάρικα, και τελικά στη στάμπα των «Αντιπάλων» δεν υπάρχουν ηθικά διδάγματα και σεμνότυφες καταγγελίες, υπάρχει η ανάδειξη της καύλας του παιχνιδιού, του παιχνιδιού που μας συμπεριλαμβάνει όλους, του παιχνιδιού που θα είναι πάντα μεγαλύτερο από εμάς. Το παιχνίδι της διεκδίκησης, το παιχνίδι της απόλαυσης, το παιχνίδι της γοητείας, το παιχνίδι του αγώνα, το παιχνίδι των νιάτων, το παιχνίδι της ζωής. Come on!

alt

H Aνόρα είναι χορεύτρια σε στριπτιτζάδικο, ο Ιβάν είναι γιος Ρώσου ολιγάρχη. Στο πρώτο μέρος της ταινία θα παρτάρουν δίχως αύριο και θα περάσουν μια κόκκινη γραμμή. Στο δεύτερο μέρος έρχονται οι ενήλικοι να τους συμμορφώσουν. Και τότε αρχίζει ένα άλλο πάρτι. Κινηματογραφικό. Αφηγηματικό. Δημιουργικό. Αν αφαιρέσουμε από την “Αnora” το πώς είναι γυρισμένη και μονταρισμένη απ’ τον Σον Μπέικερ η ιστορία που παρακολουθούμε, θα μας μείνουν μόνο θεωρίες και θεωρητικολογίες άνευρες, άσαρκες, εκτός του κέντρου της και της σαρωτικής της σαγήνης. Γιατί από ένα σημείο και ύστερα η ταινία είναι ένας ανεμοστρόβιλος που σε στροβιλίζει, ανατρέποντας ό,τι περιμένεις να δεις. Το ότι παίζει με τα στερεότυπα και τις προσδοκίες μας είναι το λιγότερο, το ότι εγκαθιδρύει όμως ένα δικό της ρυθμό, ανακαλύπτει ένα δικό της χώρο και αποκτά μια ολόδική της ταυτότητα είναι το πιο μεγάλο της δώρο.  Η Ανόρα δεν είναι ένα εύθραστο πλάσμα, η Ανόρα δεν θα γίνει θύμα κανενός. Η δύναμη που βγάζει δεν είναι μόνο σωματική, είναι κατεξοχήν και ψυχική. Τα στερεότυπα καταλύονται όχι μόνο σε σχέση με τη φυσική της δύναμη, αλλά και στον χαρακτήρα της, καθώς δεν μπορεί να χωρέσει μέσα σε έναν χαρακτηρισμό: ούτε κυνική σκέτα είναι, ούτε ρομαντική σκέτα είναι, ούτε μια κυνική που μετατράπηκε η καημενούλα σε ρομαντική είναι, ούτε ασυμβίβαστη σκέτα είναι, ούτε συμβιβασμένη σκέτα είναι, ούτε αγύριστο κεφάλι σκέτα είναι, ούτε κεφάλι που ξέρει να υποκύπτει σκέτα είναι, η Ανόρα πηγαίνει με το ρεύμα των πραγμάτων, προσπαθώντας πραγματιστικά να δει εντός του τι είναι τι, ποιος είναι ποιος, τι μπορεί να κερδίσει η ίδια, να κερδίσει όμως όχι μόνο ωφελιμιστικά, αλλά και ουσιαστικά και συναισθηματικά.

alt

Η Άντζελα είναι εξωτερική συνεργάτις μιας εταιρίας παραγωγής. Οδηγεί όλη μέρα. Είναι εξαντλημένη. Η Άντζελα έχει τις υποχρεώσεις εξαρτημένης εργασίας, αλλά όχι και τα αντίστοιχα δικαιώματα. Παίρνει συνεντεύξεις από ανθρώπους που υπέστησαν σοβαρά εργατικά ατυχήματα. Οι περισσότεροι τα έπαθαν κάνοντας υπερωρίες και όντας εξαντλημένοι. Και τι δεν συμπεριλαμβάνει ο Ράντου Ζούντε στο «Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου»: Μια αληθινή ταινία του 1981 της εποχής Τσαουσέσκου, με ηρωίδα μια γυναίκα ταξιτζή, Άντζελα κι εκείνη, ενσωματώνοντας τμήματά της στη δική του και φτιάχνοντας έναν μικρό «διάλογο» ανάμεσά τους. Το εμβόλιμο τμήμα της καταγραφής των σταυρών με τους εκατοντάδες νεκρούς που έχουν σκοτωθεί κατά μήκος ενός εθνικού δρόμου. Τον Μπομπίτα, την ΤikTok σεξιστική και μισαλλόδοξη περσόνα της Άντζελα. Το αριστουργηματικό τελευταίο κομμάτι, όπου, με την κάμερα εντελώς ακίνητη, παρατηρούμε το τι μεσολαβεί μέχρι να γυριστεί το επίμαχο βιντεάκι για την ασφάλεια στην εργασία. Πώς μπλέκεται η λογοκρισία με το μοντάζ, με την επεξεργασία της εικόνας, την επεξεργασία του λόγου και την επεξεργασία του μηνύματος και όλα αυτά μαζί με την με κάθε τρόπο σωματική και ψυχική, άμεση ή έμμεση, δόλια ή εξ αμελείας, χοντροκομμένη ή πιο υπόγεια, πολυδιάστατη ισοπέδωση του αδύναμου από τον δυνατό, του θύματος από τον θύτη. Πώς γενικότερα τα θύματα πρέπει να πειστούν και να εσωτερικεύσουν ότι είναι θύτες του ίδιου τους εαυτού, ότι οι θύτες δεν είναι θύτες, είναι οι καλοί που νοιάζονται να σε προστατεύσουν απ’ τον κακό σου εαυτό και το κακό σου το κεφάλι. Βαθύτατα και καίρια και ουσιαστικότατα πολιτικό σινεμά (αλλά και όχι μόνο πολιτικό σινεμά), σε καμία περίπτωση μονοδιάστατα καταγγελτικό σινεμά. Ο Ζούντε στο «Μην Περιμένετε και Πολλά από το Τέλος του Κόσμου» όχι με σοβαροφάνεια, όχι βαρύγδουπα, αλλά ανατρεπτικά και σαρκαστικά και κυρίως διαυγώς φωτίζει τις δυναμικές λειτουργίας του τόπου του και της εποχής του.

alt

Καλωσήρθατε στις υπέροχες μέρες του κυρίου Χιραγιάμα. Στο “Perfect Day” του Λου Ριντ (το οποίο ακούγεται στην ταινία και είναι και η έμπνευση για τον τίτλο της), τα βασικά συστατικά μιας τέλειας μέρας, μιας υπέροχης μέρας, είναι δύο: αφενός δεν πρόκειται για μέρα εργασίας, αλλά για μέρα μόνο ελεύθερου χρόνου, αφετέρου -και ακόμα περισσότερο- αυτός που την περνάει δεν την περνάει μόνος του. “I am glad I spent it with you”. «Χάρηκα που ήσουν εδώ». “You just keep me hanging on”. «Mε βοηθάς να κρατηθώ». Εδώ λοιπόν ο Βιμ Βέντερς μας προσφέρει μια διπλή ανατροπή σε αυτό που λέει το τραγούδι, αλλά και σε αυτό που έχουμε γενικά στο μυαλό μας ως ιδεατό: ο Χιραγιάμα περνά τις υπέροχες ημέρες του, όχι μόνο δουλεύοντας -και μάλιστα κάνοντας τη λιγότερο ελκυστική δουλειά του κόσμου- αλλά και με ποιον τις περνά; Με τον εαυτό του. Ποιος τον βοηθά να κρατηθεί; Ο εαυτός του. Κάπως προβληματικό, κάπως αξιολύπητο; Όχι. Και όχι. Πολύ μεγάλα όχι. Όταν έχεις έναν εαυτό συγκροτημένο και ταυτόχρονα έναν εαυτό που έχει καταφέρει να συνδεθεί με το νόημα της ζωής, τότε ο τρόπος που περνάς τις ώρες και τις μέρες σου μπορεί να είναι στον αντίποδα της προβληματικότητας και να καθίσταται αξιοζήλευτος. Η όλη στάση ζωής του Χιραγιάμα αποπνέει μια πνευματικότητα που τον γεμίζει με γαλήνη. Έχουμε έναν άνθρωπο που μπορεί και είναι καλά με τα ελάχιστα, αν όμως υποτεθεί ότι είναι ελάχιστο να ζεις, να είσαι υγιής, να ζεις σε μια πόλη που δεν βομβαρδίζεται γιατί έχουμε ειρήνη και όχι πόλεμο, να ζεις σε μια πόλη στην οποία επιτρέπεται να βγαίνεις ελεύθερα, να κυκλοφορείς ελεύθερα και να αναπνέεις ελεύθερα γιατί δεν έχουμε πανδημίες και λοκντάουν. Αν υπάρχει στις «Υπέροχες Μέρες» ένα δίπολο είναι το εξής: αυτό ανάμεσα στην αναγνώριση του δώρου της ζωής από τη μια και στο να ζεις μίζερα, κατααγχωμένα ή ανικανοποίητα, κυνηγώντας διαρκώς τη σκιά σου από την άλλη. Και αν υπάρχει μια κεντρική ιδέα είναι ότι μπορείς να ζεις καλά και χαρούμενος, σε αρμονία με τον κόσμο γύρω σου και μέσα σου, ακόμα και αν κάποιος που ακούει για σένα, μαθαίνοντας ότι είσαι ένας τύπος που καθαρίζει τουαλέτες και ζει ολομόναχος σε φτωχική γειτονιά, ενστικτωδώς θα σε σκεφτόταν ως κακότυχο λούζερ. Ο κύριος Χιραγιάμα τριγυρίζει στο Τόκιο: οι πόλεις είναι ευλογία γιατί είναι ζωή, η καθημερινότητα είναι ευλογία γιατί είναι ζωή, το σινεμά είναι ευλογία γιατί είναι μαζί ζωή και όνειρο.  

alt

Aυτή εδώ είναι η ιστορία της Μπέλα Μπάξτερ, μιας νέας γυναίκας που ρίχνεται στη ζωή και την κοινωνία, σαν να μην έχουν προηγηθεί όλα τα προηγούμενα παιδικά και εφηβικά χρόνια που θα την ενηλικίωναν σταδιακά και ομαλά, διδάσκοντάς την τους κανόνες λειτουργίας τους. Ο κόσμος είναι ένα άγραφο χαρτί για την Μπέλα, η ίδια είναι ένα άγραφο χαρτί, το σώμα της, το μυαλό της, η καρδιά της. Θα προσπαθήσουν να της διδάξουν τι επιτρέπεται να κάνει και τι όχι, πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι και πώς όχι. Θα αρχίσει να μαθαίνει και η ίδια μόνη της. Και διψάει να μάθει. Το χαρτί της θα αρχίσει να γράφεται. Αυτή εδώ είναι η ιστορία της Μπέλα Μπάξτερ, ενός ανθρώπου που τεχνικά μιλώντας είναι και κάπως τέρας, που είναι αποτέλεσμα ενός πειράματος, μιας επιστημονικής τερατογένεσης, χάρη όμως στην οποία έχει τη μοναδική ευκαιρία να μπει στην ενήλικη ζωή χωρίς να έχει προηγουμένως υποστεί την πλύση εγκεφάλου της παιδικής ηλικίας, που κανονικοποιεί στα μυαλά μας τον τρόπο που ζουν οι άνθρωποι και τον τρόπο που οργανώνονται οι κοινωνίες. Αν και θα έπρεπε να ταυτίζεται με τον δημιουργό της Μπέλα -τον Γκοντ με το όνομα ή έστω με το παρατσούκλι- ο Γιώργος Λάνθιμος είναι ξεκάθαρα η Μπέλα Μπάξτερ: κινητήριος μοχλός του σινεμά του είναι η επιθυμία και η περιέργεια να δει πώς λειτουργεί ο κόσμος και σαν την Μπέλα Μπάξτερ προσπαθεί να το κάνει με τους δικούς του όρους, εξετάζοντας κάθε φορά διαφορετικούς επιμέρους μηχανισμούς του. Στο σινεμά του Λάνθιμου ο κόσμος, ο τρόπος που ζούμε, οι ανθρώπινες σχέσεις, είναι ένα παιχνίδι που το ταρακουνάει, το αναποδογυρίζει, μεταβάλλοντας έτσι τις δυναμικές του και αναδιατάσσοντας τις θέσεις των παικτών, ενίοτε σπάζοντάς το κι εντελώς, προκειμένου να δει από τι είναι φτιαγμένα τα συστατικά του. Όποιες κι αν ήταν οι προθέσεις του, το “Poor Things” είναι κι ένα παράδοξο αντικαταθλιπτικό. Μπορούμε να δημιουργήσουμε τον εαυτό μας, μας λέει η Μπέλα Μπάξτερ. Μπορούμε να εξελίξουμε τον εαυτό μας, μας λέει ο Γιώργος Λάνθιμος. Αλλά μπορεί και να μην λέει αυτό. Δεν υπάρχει από μόνο του αυτό που λέει. Αυτό που λέει υπάρχει μόνο μέσα στο “Poor Things”. Eκεί να ταξιδέψουμε ξανά.  

 altalt

alt

Adblock test (Why?)

Πηγή: elculture


Σχετικά άρθρα


Δημοσίευση από , Βρίσκεται στις κατηγορίες Πολιτισμός και Ψυχαγωγία

Σχολιάστε το άρθρο

*


Τελευταία άρθρα

Γκαλερί

Σχεδιασμός από MOD creative studio